Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Το Ευαγγέλιο του Ιούδα

Το Ευαγγέλιο του Ιούδα
Ποιο είναι το Ευαγγέλιο του Ιούδα και τι λέει για τον Ιησού, Ο Ιούδας ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού;







Ποιος «Ιούδας» έγραψε το ευαγγέλιο του Ιούδα;
«Ποιος Ιούδας έγραψε το ευαγγέλιο του Ιούδα», είναι ενδιαφέρον ερώτημα προς διερεύνηση. Και τούτο, διότι, μετά την πρόσφατη δημοσίευση του πολύκροτου αυτού «Ευαγγελίου» όπως παρουσιάζεται και λέγεται, έχουν δημιουργηθεί πολλά ερωτηματικά και αρκετές απορίες, γύρω απ’ αυτό το έργο και τον συγγραφέα του.

Κατά τους εκδότες του έργου αυτού, συγγραφέας του αφήνεται να υπονοείται, ο ίδιος ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο προδότης της εμπιστοσύνης του Ιησού, αφού φέρεται να συνομιλεί μαζί του και μάλιστα, ο Ιησούς ο ίδιος να του υποδεικνύει να πάει να τον «προδώσει»-παραδώσει στους εχθρούς του πρωθιερείς, και Φαρισαίους, για να λυτρώσει έτσι την ψυχή ή το πνεύμα του Ιησού, από το σώμα του, όπου ήταν εγκλωβισμένη η ψυχή.

Βέβαια, πουθενά στο έργο δεν αναγράφεται σε πρώτο πρόσωπο «εγώ ο Ιούδας το έγραψα», ούτε φέρει κάποιο χαιρετισμό ή κατακλείδα που να αποκαλύπτει την ταυτότητα του συγγραφέα του έργου, που δεν διαφυλάχτηκε και σε καλή κατάσταση (ανασυντέθηκε με βοήθεια κομπιούτερ το 80% του κειμένου),

Τα ερωτήματα που εγείρονται είναι: Είναι αυτό το κείμενο, κείμενο του 1ου μ.Χ. αιώνα; Γράφτηκε από τον ίδιο τον Ιούδα τον Ισκαριώτη ή από κάποιον άλλον; Μπορεί να χαρακτηριστεί ως ευαγγέλιο; Τι αποκαλύπτει το περιεχόμενό του για την ταυτότητα του συγγραφέα;






Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα πρώιμο κείμενο του γνωστικού χριστιανισμού που χρησιμοποιούσαν οι Καϊνίτες, μια πρώιμη χριστιανική γνωστική ομάδα και αποτελεί τμήμα ενός κώδικα γνωστού ως Codex Tchacos.

Το εκτιμούμενο χρονικό βάθος του ευαγγελίου του Ιούδα είναι το 130-170 Κ.Ε.. Πιθανώς γράφτηκε αρχικά στην Ελληνιστική Κοινή γλώσσα, αλλά το μόνο γνωστό χειρόγραφο είναι γραμμένο στην Κοπτική γλώσσα.

Υπάρχουν περίπου 50 έργα υποτιθέμενα "ευαγγέλια" της πρώιμης εκκλησίας. Μόνον για 20 από αυτά τα ευαγγέλια υπάρχουν επιπλέον μαρτυρίες, ενώ τα τέσσερα είναι τα γνωστά κανονικά ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη. Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα από τα 16 άλλα ευαγγέλια για τα οποία υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες σε άλλα κείμενα της πρώιμης εκκλησίας.






Ο Ειρηναίος επίσκοπος της Λυόν, μαρτυρεί την υπάρξη του ευαγγελίου στην πραγματεία του (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως), κοινώς γνωστή ως (Κατά των Αιρέσεων). Μολονότι φαίνεται ότι γράφτηκε αρχικά στην Ελληνική περίπου το 180, σώζεται μόνον η λατινική μετάφραση του 4ου αιώνα. Σε παραρτήματα της πραγματείας του σχετικά με τους «Γνωστικούς» και άλλους πιστούς του γνωστικισμού, τους επονομαζόμενους «οφίτες» της ύστερης χριστιανικής παράδοσης, ο Ειρηναίος φαίνεται πως τους θεωρεί ως έναν από τους ποικίλους κλάδους των Γνωστικών. Συνοψίζει κάποια από τα κηρύγματά τους ως εξής:

Κι άλλοι λέγουν ότι ο Κάιν προερχόταν από τον ανώτερο κόσμο της απόλυτης δύναμης και ομολογούν ότι ο Ησαύ, ο Κορέ, οι Σοδομίτες και όλα τα παρόμοια πρόσωπα είναι ίδια με αυτούς. Για αυτόν το λόγο τους μίσησε ο δημιουργός τους, παρόλο που κανένας τους δεν υπέστη ζημία. Γιατί η Σοφία ξαναπήρε από αυτούς ό,τι της ανήκε. Και ο Ιούδας, ο προδότης, τα γνώριζε πολύ καλά όλα αυτά, όπως λέγεται και μόνον εκείνος είχε πληροφορηθεί την αλήθεια, όπως κανένας άλλος, φέροντας έτσι εις πέρας το μυστήριο της προδοσίας. Εξαυτού, όλα τα πράγματα, επίγεια και επουράνια, οδηγήθηκαν στη διάλυση. Και παρουσιάζουν ένα πλαστούργημα για αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο αποκαλούν (Το ευαγγέλιο του Ιούδα).






Σύμφωνα με τον Ειρηναίο, η συγκεκριμένη γνωστική ομάδα στοχεύει στην επανεξέταση των εβραϊκών και χριστιανικών απόψεων περί θείας σωτηρίας. Ήρωες των εβραϊκών Γραφών όπως ο Ησαύ, ο Κορέ και οι Σοδομίτες -σκοτεινές φυσιογνωμίες από την οπτική γωνία της ορθόδοξης χριστιανικής και άλλων παραδόσεων- χαρακτηρίζονται ως υπηρέτες της «υπέρτατης απόλυτης δύναμης». Αυτή η δύναμη, που αντιπροσωπεύεται από τη γνωστική εικόνα της Σοφίας, δεν ταυτίζεται με το δημιουργό Θεό της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, ο οποίος αποκαλείται ο «δημιουργός τους». Σε αυτή την επανεξέταση φαίνεται πως περιλαμβανόταν και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Σύμφωνα με τα κείμενα του κώδικα θεωρείται ξεχωριστός από τους μαθητές, που κατείχε τη γνώση «σχετικά με αυτά τα πράγματα». Συνεπώς, η πράξη του παρουσιάζεται ως ένα «μυστήριο» που οδηγεί στη διάλυση όλων των επίγειων και των επουράνιων πραγμάτων, δηλαδή όλων των έργων του «δημιουργού» ή του κυβερνήτη αυτού του κόσμου.

Από τον 3ο αιώνα και μετά, αυτή η ομάδα γνωστικών ονομαζόταν «καϊνίτες» («οπαδοί του Κάιν"), από τους χριστιανούς συγγραφείς, όπως ο Κλήμης Αλεξανδρείας. Αλλά οι περισσότεροι από αυτούς τους μεταγενέστερους χριστιανούς συγγραφείς βασίζονται στην αφήγηση του Ειρηναίου. Μόνον η ανώνυμη πραγματεία του 3ου αιώνα υπό τον τίτλο Κατά πασών των αιρέσεων, η οποία αποδόθηκε εσφαλμένα στον Τερτυλλιανό, και η αφήγηση του Επιφάνειου Σαλαμίνoς, προσφέρουν επεξηγήσεις καθώς και άλλες πληροφορίες σχετικά με τη διαφορετική σκοπιά από την οποία εξετάζεται η προδοσία του Ιούδα στα πλαίσια αυτού του κύκλου Στο δεύτερο κεφάλαιο αυτής της πραγματείας, ο ψευδοΤερτυλλιανός εκφράζει τις απόψεις του για τα κηρύγματα των Καϊνιτών:






Επιπλέον, εμφανίστηκε άλλη μια αίρεση, η αίρεση των καϊνιτών. Και ο λόγος που ονομάζονται έτσι, είναι γιατί εξυψώνουν τον Κάιν ως να ήταν γέννημα κάποιας ισχυρής ηθικής δύναμης που λειτουργούσε εντός του. γιατί ο Άβελ είχε γεννηθεί από μια κατώτερη δύναμη και αποδείχτηκε φυσικά κατώτερος. Εκείνοι που υποστηρίζουν αυτή την πιθανότητα, υποστηρίζουν τον προδότη Ιούδα, λέγοντάς μας ότι είναι αξιοθαύμαστος και μέγας, χάρη στα οφέλη για τα οποία τον υμνούν ότι χάρισε στην ανθρωπότητα. Γιατί ορισμένοι από αυτούς πιστεύουν ότι πρέπει να αποδίδονται ευχαριστίες στον Ιούδα για αυτό το γεγονός. Ο Ιούδας, λένε, βλέποντας ότι ο Χριστός ήθελε να ανατρέψει την αλήθεια, τον πρόδωσε, έτσι ώστε να μην μπορέσει να παραποιηθεί η αλήθεια. Και κάποιοι άλλοι επιχειρηματολογούν εναντίον τους και λένε: Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι δυνάμεις αυτού του κόσμου δεν ήθελαν να υποφέρει ο Χριστός, από φόβο μήπως ο θάνατός του προετοιμάσει τη σωτηρία της ανθρωπότητας, αυτός, αγωνιζόμενος για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, πρόδωσε τον Χριστό, έτσι ώστε να εξαφανίσει κάθε πιθανότητα να εμποδιστεί η σωτηρία, πράγμα το οποίο έκαναν οι δυνάμεις που ήταν αντίθετες στα πάθη του Χριστού. Έτσι, λοιπόν, μέσα από τα πάθη του Χριστού, θα εξαλειφόταν κάθε πιθανότητα να καθυστερήσει η σωτηρία της ανθρωπότητας.

Το πρόβλημα δηλαδή στο κείμενο αυτό είναι,«η σωτηρία του Χριστού και όχι η σωτηρία των ανθρώπων». Συμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή της Εισαγωγής και ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. Ιωάννη Καραβιδόπουλο, η Εκκλησία δεν το δέχθηκε, επειδή «στηρίζεται στην ιστορική παρουσία του Ιησού και στο σωτηριολογικό του έργο μέσα στην ιστορία, ενώ το κείμενο αδιαφορεί για την ιστορία.(Επίσης), απαξιώνει το ανθρώπινο σώμα και προτείνει την καταστροφή του είτε με συνεπή εγκρατητισμό είτε με ξέφρενη ακολασία, ενώ η Εκκλησία κάνει λόγο για εξαγιασμό όλου του ανθρώπου (σώματος και ψυχής).Το κείμενο δέχεται ένα Χριστό φαινομενικά και όχι πραγματικά ενανθρωπήσαντα σε αντίθεση με το Χριστό της Εκκλησίας,αληθινό Θεό και αληθινό άνθρωπο που σώζει τον κόσμο και όχι βέβαια τον εαυτό του. Τέλος το απόκρυφο του Ιούδα τελειώνει με την προδοσία και δεν προχωρά παραπέρα. Τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης αποκορυφώνονται στη Σταύρωση και εν συνεχεία στην Ανάσταση του Χριστού δίνοντας ένα μήνυμα ελπίδας στον άνθρωπο της εποχής τους και της εποχής μας».

Οι πάπυροι στους οποίους γράφτηκε το ευαγγέλιο είναι αποσπασματικοί και ορισμένα τμήματά τους λείπουν. Σύμφωνα με τον Ρούντολφ Κασσέρ ο κώδικας περιείχε αρχικά 62 σελίδες, αλλά όταν έφθασε στην αγορά το 1999, μόνον 25 σελίδες υπήρχαν, καθώς σκόρπια τμήματα πουλήθηκαν στην γκρίζα αγορά της αρχαιοκαπηλείας.






Επανανακάλυψη
Επιδή στην πραγματικότητα δεν δόθηκε καμία δημοσιότητα στην εποχή της ανακάλυψης του χειρογράφου, καθώς κατά τα φαινόμενα υπήρξε προϊόν αρχαιοκαπηλείας. Στην δεκαετία του '70 χωρικοί ή αρχαιοκάπηλοι -ανάλογα με το ποια ερμηνεία προτιμά κανείς- ανακάλυψαν τον κώδικα σε πάπυρο, κοντά στην Ελ Μίνυα, στην Αίγυπτο. Η περιπέτεια του χειρογράφου ξεκινά προφανώς το 1978, όταν πωλείται σε αιγύπτιο έμπορο αρχαιοτήτων αγνώστου ταυτότητας -μόνο το όνομα Χάννα είναι γνωστό- στο Κάιρο. Τον Μάιο του 1983, σύμφωνα με τις αναφορές του National Geographic γίνεται απόπειρα πώλησης του χειρογράφου σε ομάδα αμερικανών επιστημόνων σε ένα ξενοδοχείο στη Γενεύη, της Ελβετίας. Η αγοραπωλησία δεν ευδοκιμεί λόγω υψηλών οικονομικών απαιτήσεων και το επόμενο έτος θα αποτύχει και η προσπάθεια πώλησης του κώδικα στη Νέα Υόρκη. Ο πάπυρος ασφαλίζεται σε τραπεζική θυρίδα στο Χίκσβιλ της Νέας Υόρκης, όπου και παραμένει για 16 χρόνια, υφιστάμενος σημαντικές αλλοιώσεις εξαιτίας της αλλαγής κλίματος.

Τον Απρίλιο του 2000 μια άλλη έμπορος αρχαιοτήτων, η Φρίντα Νούσμπεργκερ-Tσάκος, αγοράζει τον κώδικα από τον Αιγύπτιο έμπορο αρχαιοτήτων. Τον ίδιο μήνα η Βιβλιοθήκη Σπάνιων Βιβλίων και Χειρογράφων Μπάινικι μέσω του Στήβεν Έμμελ του πανεπιστημίου Γέιλ -κατά παραγγελία του πανεπιστήμίου Σάουθερν Μεθόδιστ- επιβεβαιώνει ότι ο κώδικας περιέχει το ευαγγέλιο του Ιούδα. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια πώλησης του χειρογράφου η Τσάκος μεταβιβάζει τον κώδικα στο ίδρυμα Maecenas Foundation for Ancient Art, στη Βασιλεία της Ελβετίας.

Το ίδρυμα Μαικήνας απευθύνεται σε έναν ειδήμονα επί της κοπτικής γραμματείας, τον Ρούντολφ Κασσέρ, προκειμένου να αρχίσει η διαδικασία της μετάφρασης του κώδικα από την Κοπτική. Ο Κασσέρ με τη σειρά του ζήτησε τη βοήθεια της ελβετίδας Φλοράνς Νταρμπρ και του Γκρέγκορ Βουρστ, ειδικού στην κοπτική γραμματεία, από το πανεπιστήμιο του Άουγκσμπουργκ στη Γερμανία, για την ανασύνθεση των 26 σελίδων του κώδικα, με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού που αποδελτιώνει κείμενα, εντοπίζει τα κενά και επιχειρεί τον ανασυνδυασμό τους με το υπάρχον κείμενο. Επιλέγοντας από τους προτεινόμενους συνδυασμούς του ηλεκτρονικού υπολογιστή εκείνους που συμφωνούσαν με τη φορά των ινών του παπύρου, οι Νταρμπρ, Βουρστ και Κασσέρ κατάφεραν να ανασυνθέσουν το μεγαλύτερο ποσοστό (80%) των κειμένων του χειρογράφου μετά από πέντε χρόνια προσπάθειας. Μισή σελίδα που είχε αποσπαστεί από το ευαγγέλιο ανακαλύφθηκε στη Νέα Υόρκη, φωτογραφήθηκε και εντάχθηκε στο μεταφραστικό πρόγραμμα.

Σε ό,τι αφορά στην χρονολόγησή του, η ραδιοχρονολόγηση του παπύρου από το πανεπιστήμιο της Αριζόνα τοποθέτησε το κείμενο μεταξύ του 220 και του 340 Κ.Ε.. Η επιβεβαίωση της τιμής που έδωσε η ραδιοχρονολόγηση έγινε μέσω της ανάλυσης της μελάνης, η οποία σύμφωνα με την McCrone Associates Inc., στο Σικάγο, φαίνεται να περιέχει συστατικά που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή μελάνης κατά τον 3ο και 4ο αιώνα Κ.Ε. Τον Απρίλιο του 2006 ο κώδικας παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του κοινού στα κεντρικά γραφεία της National Geographic Society, στην Ουάσιγκτον.















Ιερά Σινδόνη του Τορίνο

Ιερά Σινδόνη του Τορίνο
Δεν ζωγραφίστηκε από πλαστογράφους  Φέρει αίμα θύματος βασανιστηρίων «Η μορφή πάνω της είναι του Ιησού Χριστού»




Η Σινδόνη του Τορίνο ή Ιερά Σινδόνη είναι ένα κομμάτι ύφασμα πάνω στο οποίο είναι αποτυπωμένη η εικόνα ενός γενειοφόρου άνδρα, και η τοποθέτηση του πάνω στο ύφασμα πιστεύεται ότι ταιριάζει σε σώμα που έχει σταυρωθεί και τραυματιστεί. Έχει αποτελέσει πηγή διαμάχης μεταξύ της θρησκευτικής και της επιστημονικής κοινότητας για αιώνες, καθώς υποστηρίζεται ότι πρόκειται για το σάβανο στο οποίο εναποτέθηκε το σώμα του Ιησού Χριστού, μετά την αποκαθήλωση του από τον Σταυρό, ενώ σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες αποτελεί ανθρώπινο δημιούργημα. Η Σινδόνη είναι ένα λινό ύφασμα κιτρινωπού χρώματος, διαστάσεων 4,30 μέτρων μάκρος και 1,10 μέτρων φάρδος, που φυλάσσεται από το 1578 στον καθεδρικό ναό του Τορίνο. Η ύφανση του είναι από ψαροκόκκαλο από ίνες λιναριού, υλικά που χρησιμοποιούνταν την εποχή του Ιησού Χριστού.






Για την αυθεντικότητα και την προέλευσή της έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Επιστημονικές αναλύσεις και χρονολογήσεις του υφάσματος χρονολογούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν παρατηρήθηκε πως οι χρωματικοί τόνοι των εικόνων της Σινδόνης είχαν μάλλον το χαρακτήρα φωτογραφικών αρνητικών. Το 1988, τρεις ανεξάρτητες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε εργαστήρια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, της Αριζόνας και του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Ελβετίας αντίστοιχα, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως πρόκειται για δημιούργημα που χρονολογείται την περίοδο 1290-1390. Με βάση τα αποτελέσματα των ερευνών, η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία αποδέχτηκε τη Σινδόνη ως μη αυθεντική.






Ιστορία της Σινδόνης
Πριν το Μεσαίωνα η ιστορία της Σινδόνης του Τορίνο είναι σκοτεινή και καλύπτεται από μυστήριο. Πιθανολογείται ότι μετά τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού (ή όταν η Ιερουσαλήμ καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ.) μεταφέρθηκε στην Έδεσσα της Μικράς Ασίας (σημερινή Ούρφα της Τουρκίας). Είχε γίνει γνωστό ως Άγιο Μανδύλιο ή Εικόνα της Έδεσσας, γιατί ήταν διπλωμένο έτσι ώστε να φαίνεται, μόνο το πρόσωπο μέσα σε ανοιχτή θήκη. Οι Βυζαντινοί εισέβαλαν στην Έδεσσα το 944 μ.Χ. με σκοπό να αποκτήσουν το ύφασμα και να το πάρουν μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη Η Δ' Σταυροφορία το 1204 λεηλάτησε την Βασιλεύουσα, και μέχρι τον 14ο αιώνα η Σινδόνη εξαφανίσθηκε.






Ιστορικές αναφορές στη Σινδόνη του Τορίνο χρονολογούνται από το 1354. Νωρίτερα, υπάρχουν υπόνοιες πως ανήκε στο Τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών, για τους οποίους υποστηρίζεται πως την είχαν στην κατοχή τους για 200 χρόνια περίπου. Οι τελευταίοι Ναϊτες που εικάζεται ότι κατείχαν τη σινδόνη ήταν ο Ζακ ντε Μολέ και ο Ζοφρέ Ντε Σαρνέ, οι οποίοι κάηκαν στην πυρά το 1314, μετά την διάλυση του Τάγματος. Ως πρώτος κάτοχός της αναγνωρίζεται με ασφάλεια ο Γάλλος ιππότης Ζοφρέ Ντε Σαρνέ, ο οποίος δίσταζε να δημοσιοποιήσει το γεγονός της ύπαρξής της, πιθανώς λόγω των μυστηριωδών συνθηκών με τις οποίες είχε έρθει στα χέρια του, μάλλον λόγω συγγένειας με τον Ναϊτη Ντε Σαρνέ. Ο ίδιος είχε χτίσει μία φτωχική εκκλησία στο Λιρέ της Γαλλίας, και ενώ η οικογένειά του ήταν σε οικονομικό αδιέξοδο, αποφάσισε να εκθέσει εκεί τη Σινδόνη. Ο επίσκοπος της περιοχής Ερρίκος του Πουατιέ, αντέδρασε για την αυθεντικότητα της και υπέβαλλε μνημόνιο, το οποίο ανέφερε πως μετά από εξετάσεις που έκανε στη Σινδόνη, την βρήκε πλαστή, αναφέροντας επίσης πως είχε ανακαλύψει και τον καλλιτέχνη που τη φιλοτέχνησε. Η Σινδόνη αμέσως αποσύρθηκε, για να εκτεθεί εκ νέου το 1389. Ο γιος του Ντε Σαρνέ, αγνοώντας τον τοπικό επίσκοπο, πήρε άδεια από τον Πάπα, παραδεχόμενος εξ αρχής πως δεν ήταν γνήσια, αλλά αντίγραφο. O επίσκοπος της περιοχής Πιέρ Ντ΄Αρσί, σε μνημόνιο προς τον Πάπα Κλήμεντα Ζ', χαρακτήριζε τη Σινδόνη ως απάτη, αναφερόμενος στις προγενέστερες έρευνες του Ερρίκου του Πουατιέ.

Το 1452, το ύφασμα πωλήθηκε στο Λουδοβίκο δούκα της Σαβοΐας, ο οποίος ανέγειρε ειδικό παρεκκλήσι και τοποθέτησε τη Σινδόνη στο Σαμπερύ της Γαλλίας το 1464. Το 1532, προκλήθηκε πυρκαγιά στο παρεκκλήσι, που προκάλεσε φθορές στη Σινδόνη, με αποτέλεσμα η οικογένεια της Σαβοΐας να τη μεταφέρει στο Τορίνο της Ιταλίας, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Η μοναδική φορά που μεταφέρθηκε από το Τορίνο ήταν τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τοποθετήθηκε στο μοναστήρι του Μοντεβεγκίνε, στο Αβελίνο της νότιας Ιταλίας, για να παραμείνει αργότερα οριστικά στο Τορίνο.


Η Σινδόνη φέρει την εικόνα ενός γενειοφόρου άνδρα, εμπρός και πίσω, ηλικίας περίπου 33 ετών, με ύψος περίπου 1,80 μ. και βάρος 77 κιλά. Σε όλο το μήκος του υφάσματος υπάρχουν κηλίδες αίματος που αποδίδονται σε θάνατο από σταύρωση. Είναι εμφανείς τρύπες από καψίματα και μερικές σταγόνες νερού από την πυρκαγιά του 1532. Ο άνθρωπος της Σινδόνης φέρει στους καρπούς των χεριών και στα πόδια σημάδια από αίμα που σημαίνει ότι σταυρώθηκε και επίσης στην πλάτη σημάδια από μαστίγωση. Στο πρόσωπο, υπάρχουν διογκώσεις που είναι αιματώματα, τα οποία είναι ιδιαίτερα ορατά στο δεξί μάγουλο. Σε όλο το σώμα υπάρχουν σημάδια από μώλωπες και πληγές. Στο μέτωπο, στον αυχένα και στα μαλλιά που είναι μακριά, υπάρχει αίμα, ενώ πληγές καλύπτουν την περιφέρεια του κεφαλιού, που μάλλον έχουν προκληθεί από στεφάνι φτιαγμένο από μυτερά αγκάθια. Στο στήθος και στην πλάτη φαίνονται γδαρσίματα, που πιθανώς έγιναν από μαστίγιο, όργανο βασανισμού των ρωμαϊκών χρόνων. Στη δεξιά ωμοπλάτη, υπάρχουν τετραγωνικές εκχυμώσεις που αποδίδονται σε βαρύ αντικείμενο, που μπορεί να ήταν ο οριζόντιος δοκός του σταυρού που ο καταδικασμένος κουβαλούσε μέχρι τον τόπο της εκτέλεσης. Στη δεξιά θωρακική περιοχή βρέθηκαν σημάδια αίματος, που έχουν τα χαρακτηριστικά εκείνα πτωτικού αίματος.







Νέα συγκλονιστικά στοιχεία: Αληθινή η Ιερά Σινδόνη!  

Δεν ζωγραφίστηκε από πλαστογράφους - Φέρει αίμα θύματος βασανιστηρίων - «Η μορφή πάνω της είναι του Ιησού Χριστού»
Βρήκαν αίμα θύματος βασανιστηρίων, ενισχύοντας έτσι την άποψη ότι πάνω της είναι η μορφή του Χριστού.

Δεν ζωγραφίστηκε από πλαστογράφους του Μεσαίωνα η «Σινδόνη του Τορίνου», ευρύτερα γνωστή ως Ιερά Σινδόνη, αλλά φέρει το αίμα θύματος βασανιστηρίων, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι πάνω της είναι αποτυπωμένη η μορφή του Χριστού.

Το λινό ύφασμα που πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκε για να τυλίξει το σώμα του Ιησού μετά τη Σταύρωση και εκτίθεται στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στο Τορίνο, περιέχει πάνω στο χρώμα που φέρει «νανοσωματίδια» κρεατίνης και φεριτίνης που δεν απαντώνται στο αίμα υγιούς ατόμου, γεγονός που παραπέμπει, σύμφωνα με τους επιστήμονες, σε άνθρωπο ο οποίος έφερε βαρύτατα τραύματα από βασανισμούς.

O Elvio Carlino, ερευνητής στο Ινστιτούτο Κρυσταλλογραφίας στο Μπάρι της Ιταλίας, αναφέρει ότι τα μικροσκοπικά σωματίδια αποκαλύπτουν «μεγάλη ταλαιπωρία» ενός θύματος, καθώς όπως διευκρινίζει ο καθηγητής Giulio Fanti του Πανεπιστημίου της Πάντοβα, τα σωματίδια που ανιχνεύτηκαν είχαν «ιδιόμορφη δομή, μέγεθος και διανομή».

Η παρουσία αυτών των βιολογικών νανοσωματιδίων που βρέθηκαν κατά τα πειράματα, τα οποία δημοσιεύονται στην επιστημονική επιθεώρηση «PlosOne», δείχνουν «έναν βίαιο θάνατο για τον άνθρωπο που τυλίχθηκε στη Σινδόνη του Τορίνο», συμπληρώνει και εκτιμά ότι τα χαρακτηριστικά αυτών των σωματιδίων «δεν θα μπορούσαν να τοποθετηθούν με τεχνητά μέσα και την τεχνογνωσία της εποχής του Μεσαίωνα πάνω στο ύφασμα.














Τρίτη 3 Απριλίου 2018

Sacsayhuamán

Sacsayhuamán

Απίστευτες κατασκευές των Ινκας που δύσκολα μπορούμε να κατανοήσουμε.





Η Quechua  waman Falcon  (ή γεράκι ) είναι μια ακρόπολη στα βόρεια προάστια της πόλης Κούσκο, στο Περού, την ιστορική πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Inca. Τα τμήματα δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά από τον πολιτισμό Killke γύρω στο 1100 πΧ. έχοντας καταλάβει την περιοχή από το 900. Το συγκρότημα επεκτάθηκε και προστέθηκε από τους Incas από τον 13ο αιώνα. ‘Έχτισαν πέτρινους τοίχους κατασκευασμένους από τεράστιους λίθους. Οι εργαζόμενοι έκοψαν προσεκτικά τους ογκόλιθους για να τους χωρέσουν σφιχτά χωρίς κονίαμα . Η τοποθεσία βρίσκεται σε υψόμετρο 3.701 μ. (12.142 ft).
Το 1983, το Cusco και το Sacsayhuamán προστέθηκαν στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO για αναγνώριση και προστασία.






Περιγραφή
Βρισκόμενο σε έναν απότομο λόφο με θέα στην πόλη, το οχυρωμένο συγκρότημα έχει μια ευρεία θέα της κοιλάδας προς τα νοτιοανατολικά. Αρχαιολογικές μελέτες επιφανειακών συλλογών αγγειοπλαστικής στο Sacsayhuamán υποδεικνύουν ότι η πρώτη κατοχή του λόφου κορυφώνεται περίπου το  900.





Σύμφωνα με την προφορική ιστορία της Inca, ο Tupac Inca "θυμήθηκε ότι ο πατέρας του Pachacuti είχε καλέσει την πόλη του Cuzco την πόλη των λιονταριών και δήλωσε ότι η ουρά ήταν εκεί όπου τα δύο ποτάμια ενώνονται και τα οποία διέρχονται από το σώμα το οποίο ήταν η μεγάλη πλατεία και τα σπίτια γύρω από αυτήν. Οι Ίνκας αποφάσισαν πως «η καλύτερη θέση για το κεφάλι θα ήταν να φτιαχτεί ένα φρούριο σε ένα ψηλό οροπέδιο στα βόρεια της πόλης». Αλλά οι αρχαιολόγοι έχουν βρει ότι ο Sacsayhuamán χτίστηκε από τον προηγούμενο πολιτισμό Killke και επεκτάθηκε από την αρχή των Ίνκας γύρω στο 13ο αιώνα.





Μετά τη μάχη της Cajamarca κατά την ισπανική κατάκτηση των Incas, ο Francisco Pizarro έστειλε τον Martin Bueno και δύο άλλους Ισπανούς να μεταφέρουν το χρυσό και το ασήμι από το Ναό της Coricancha στην Cajamarca, τη βάση των Ισπανών.  Βρήκαν τον ναό του Ήλιου "καλυμμένο με πλάκες χρυσού". Επτακόσιες  πλάκες αφαιρέθηκαν και προστέθηκαν και διακόσια κιβώτια χρυσού που μεταφέρθηκε πίσω στην Cajamarca. Οι βασιλικές μούμιες, ντυμένες με ρόμπες και καθισμένες σε χρυσές ανάγλυφες καρέκλες, έμειναν πίσω  μόνες τους. Αλλά, ενώ λήστευαν τον ναό, οι τρεις άντρες του Pizarro έκαψαν επίσης τις Παρθένες του Ήλιου.





Αφού ο Φρανσίσκο Πιζάρρο έφτασε τελικά στο Cuzco, ο αδελφός του Pedro Pizarro περιέγραψε: "πάνω από ένα λόφο, το Incas είχαν ένα πολύ ισχυρό φρούριο περιτριγυρισμένο από πέτρινους τοίχους και με δύο πολύ ψηλούς στρογγυλούς πύργους. στον τοίχο υπήρχαν πολύ μεγάλες και πυκνές πέτρες που φαινόταν αδύνατο να έχουν τοποθετηθεί από ανθρώπινα χέρια. Ήταν τόσο κοντά μαζί και τόσο καλά προσαρμοσμένα ώστε το μιας καρφίτσα θα ήταν αδύνατον να περάσει από τα χώρισμα δύο πετρών.Ολόκληρο το φρούριο χτίστηκε σε βεράντες και επίπεδα. " Τα πολυάριθμα δωμάτια ήταν "γεμάτα με χέρια, λόγχες, βέλη, βελάκια, κλαμπ, αγκυροβόλια και μεγάλες επιμήκεις ασπίδες.  Υπήρχαν επίσης ... ορισμένα φορεία με τα οποία ταξίδευαν οι Λόρδοι. Ο Pedro Pizarro περιγράφει λεπτομερώς τις αποθήκες που βρίσκονταν μέσα στο συγκρότημα και ήταν γεμάτες στρατιωτικό εξοπλισμό.
Λόγω της θέσης του πάνω από την Κούσκο και των τεράστιων τειχών της, η περιοχή Sacsayhuamán αναφέρεται συχνά ως φρούριο. Η σημασία των στρατιωτικών λειτουργιών τονίστηκε το 1536, όταν ο Manco Inca πολιορκεί την πόλη Κούσκο. Πολλές από τις μάχες έγιναν μέσα και γύρω από το Sacsayhuamán, καθώς ήταν κρίσιμο για τη διατήρηση του ελέγχου της πόλης. Οι περιγραφές της πολιορκίας, καθώς και οι ανασκαφές στην περιοχή, είχαν καταγράψει πύργους στην κορυφή της περιοχής, καθώς και μια σειρά από άλλα κτίρια. Για παράδειγμα, ο Pedro Sancho, ο οποίος επισκέφθηκε το συγκρότημα πριν από την πολιορκία, αναφέρει την ποιότητα του συγκροτήματος και τις πολυάριθμες αίθουσες αποθήκευσης του, που χαρακτηρίζονται ως λαβύρινθοι. Σημειώνει επίσης ότι υπήρχαν κτίρια με μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν την πόλη. Αυτές οι δομές, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του χώρου, έχουν καταστραφεί εδώ και πολύ καιρό.
Η μεγάλη πλατεία, ικανή να φιλοξενεί χιλιάδες ανθρώπους, είναι καλά σχεδιασμένη για τελετουργικές δραστηριότητες. Πολλές από τις μεγάλες κατασκευές στο χώρο μπορεί επίσης να έχουν χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια τελετουργιών. Μια παρόμοια σχέση με εκείνη μεταξύ Cuzco και Sacsayhuamán ανατυπώθηκε από τους Incas στην απομακρυσμένη αποικία τους, το Σαντιάγο, στη Χιλή. Το φρούριο Inca, γνωστό ως Chena, προηγήθηκε της ισπανικής αποικιακής πόλης. ήταν μια τελετουργική τελετουργική περιοχή της Huaca de Chena.
Η πιο γνωστή ζώνη του Sacsayhuamán περιλαμβάνει τη μεγάλη πλατεία του και τα παρακείμενα τρία τεράστια τείχη. Οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή αυτών των βεραντών είναι από τις μεγαλύτερες που χρησιμοποιούνται σε οποιοδήποτε κτίριο στην Αμερική. Εμφανίζουν μια ακρίβεια τοποθέτησης που είναι ασύγκριτη. Οι πέτρες είναι τόσο κοντά σε απόσταση που ένα απλό κομμάτι χαρτί δεν ταιριάζει ανάμεσα σε πολλές από τις πέτρες. Αυτή η ακρίβεια, σε συνδυασμό με τις στρογγυλεμένες γωνίες των μπλοκ, την ποικιλία των αλληλοσυνδεδεμένων σχημάτων τους και τον τρόπο που οι τοίχοι κλίνουν προς τα μέσα, πιστεύεται ότι βοήθησαν τα ερείπια να επιβιώσουν από καταστροφικούς σεισμούς στο Cuzco. Ο μεγαλύτερος από τους τρεις τοίχους είναι περίπου 400 μέτρα. Έχουν ύψος περίπου 6 μέτρων. Ο εκτιμώμενος όγκος πέτρας είναι πάνω από 6.000 κυβικά μέτρα. Οι εκτιμήσεις για το βάρος του μεγαλύτερου τεμαχίου του Andesite κυμαίνονται από 128 τόνους έως σχεδόν 200 τόνους.





Μετά την πολιορκία του Cusco , οι Ισπανοί άρχισαν να χρησιμοποιούν το Sacsayhuamán ως πηγή πέτρας για την κατασκευή του ισπανικού Cuzco. μέσα σε λίγα χρόνια, είχαν πάρει μέρος και κατέστρεψαν μεγάλο μέρος του συγκροτήματος. Η περιοχή καταστράφηκε αποκλειστικά για την κατασκευή των νέων ισπανικών κυβερνητικών και θρησκευτικών κτιρίων της αποικιακής πόλης, καθώς και των σπιτιών των πλουσιότερων Ισπανών.

Στις 13 Μαρτίου 2008, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν επιπλέον ερείπια στην περιφέρεια του Sacsayhuamán. Πιστεύεται ότι έχουν κατασκευαστεί από τον πολιτισμό  Killke. Παρόλο που φαίνεται να έχει τελετουργικό χαρακτήρα, η ακριβής λειτουργία παραμένει άγνωστη. Αυτή η κουλτούρα χτίζει τις δομές και καταλαμβάνει την περιοχή εδώ και εκατοντάδες χρόνια πριν από την Ίνκα, μεταξύ 900 και 1200 μ.Χ.
Τον Ιανουάριο του 2010, τμήματα του χώρου καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια περιόδων έντονων βροχοπτώσεων στην περιοχή.


Θεωρίες για την κατασκευή
Η Incas  χρησιμοποίησαν παρόμοιες τεχνικές κατασκευής για την κατασκευή του Sacsayhuamán, καθώς χρησιμοποιούσαν όλες τις πέτρινες εργασίες τους, αν και σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Οι πέτρες ήταν τραχιά κομμένες στο κατά προσέγγιση σχήμα στα λατομεία χρησιμοποιώντας λιθόστρωτα ποταμών. Τραβήχτηκαν με σχοινί στο εργοτάξιο, ένα κατόρθωμα που μερικές φορές απαιτούσε εκατοντάδες άνδρες.  Τα σχοινιά ήταν τόσο εντυπωσιακά ώστε να δικαιολογείται η αναφορά από τον Diego de Trujillo, όπως ο ίδιος είχε δει σεί ένα δωμάτιο γεμάτο με οικοδομικά υλικά. Οι πέτρες διαμορφώθηκαν στην τελική μορφή τους στο εργοτάξιο και στη συνέχεια τοποθετήθηκαν στη θέση τους. Το έργο, υπό την επίβλεψη αρχιτεκτόνων της Incas, εκτελέστηκε σε μεγάλο βαθμό από ομάδες ατόμων που εκπληρώνουν τις εργασιακές υποχρεώσεις τους προς το κράτος. Σε αυτό το σύστημα μίτας ή «στροφή» εργασίας, κάθε χωριό ή εθνοτική ομάδα παρείχε ένα ορισμένο αριθμό ατόμων για να συμμετάσχει σε τέτοια δημόσια  έργα.
Αν και πολλές περιφέρειες θα μπορούσαν να προσφέρουν εργασία για ένα ενιαίο, μεγάλης κλίμακας κρατικό σχέδιο, η εθνική σύνθεση των ομάδων εργασίας παρέμεινε άθικτη, καθώς σε διαφορετικές ομάδες ανατέθηκαν διαφορετικά καθήκοντα. Ο Cieza de León, ο οποίος επισκέφθηκε το Sacsayhuamán δύο φορές στα τέλη της δεκαετίας του '40, αναφέρει την εξόρυξη των λίθων, τη μεταφορά τους στην περιοχή και την εκσκαφή θεμελίων. Όλα αυτά έγιναν με περιστροφική εργασία υπό στενή εποπτεία των αρχιτεκτόνων Imperial.
Ο Jean-Pierre Protzen, καθηγητής αρχιτεκτονικής, έδειξε πως οι Ίνκας δημιούργησαν μεγάλες και πολύπλοκες ράμπες στα πέτρινα λατομεία κοντά στο Όλντανταμπαμπο και πως κατασκευάστηκαν επιπλέον ράμπες για να σύρουν τα μπλοκ στην κατασκευή πάνω από το χωριό. Προτείνει ότι παρόμοιες ράμπες θα είχαν κατασκευαστεί στο Sacsayhuaman.

Ο Vince Lee, ένας συγγραφέας, αρχιτέκτονας και εξερευνητής που έχει μελετήσει διάφορες αρχαίες τοποθεσίες όπου οι άνθρωποι μετέφεραν μεγάλους λίθους, θεωρεί ότι τα τετράγωνα του Sacsayhuaman τέθηκαν σε εφαρμογή με το να τα χαραχθούν με απόλυτη ακρίβεια. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για να ταιριάζει ακριβώς το σχήμα μιας πέτρας με τις παρακείμενες πέτρες είναι άγνωστη. Τα μπλοκ θα ρυμουλκούνται πάνω σε μια ράμπα και πάνω από τον τοίχο, όπου θα τοποθετηθούν πάνω σε μια στοίβα από κορμούς. Οι κορμοί μετά αφαιρούνται μία φορά την κάθε φορά για να καθήσουν με ακρίβεια οι πέτρες στη θέση τους.