Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Η Προφητεία του Γέροντα Σωφρονίου

Η Προφητεία του Γέροντα Σωφρονίου
Η Προφητεία του Γέροντα Σωφρονίου για την Κωνσταντινούπολη

Συγκλονίζει η προφητεία του Γέροντα Σωφρονίου: «Το 2020 πρωτεύουσα της Ελλάδας θα είναι η Κωνσταντινούπολη.   




Άγιοι πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας έχουν αναφέρει γεγονότα που πρόκειται να δούμε. Γεγονότα που σχετίζονται με πολιτικές αστάθειες και πολέμους που κατά τα λεγόμενα τους πρόκειται να βρούμε μπροστά μας.
Πολλά από αυτά τα γεγονότα τα έχουμε ζήσει ενώ όπως δείχνουν τα πράγματα, οι προφητείες τους επαληθεύονται με πολύ μεγάλη ακρίβεια.
Ο γέροντας Σωφρόνιος βλέποντας πάντα διορατικά, έκανε μία πολύ σοβαρή αναφορά προφητεύοντας τα γεγονότα της περιόδου που διανύουμε και καλό θα είναι να κάνουμε κι εμείς μία αναφορά σε αυτή.

       

Τι ακριβώς όμως αναφέρει αυτή η συγκλονιστική προφητεία του Γέροντα Σωφρονίου του Έσσεξ;

Το μέλλον της Κωνσταντινούπολης είναι προδιαγεγραμμένο και αναπόφευκτο, σύμφωνα με τις προφητείες των γερόντων του Αγίου Όρους, ακόμα κι αν στις μέρες μας φαντάζει απίθανη μια θεαματική εξέλιξη των πραγμάτων.

Από τον άγιο Κοσμά μέχρι και σύγχρονους πατέρες του Αγίου Όρους, κοινή πεποίθηση όλων είναι ότι όταν τελειώσουν τα μεγάλα δεινά που θα προηγηθούν η Βασιλεύουσα θα περάσει -ή θα επιστρέψει, όπως λένε- στα ελληνικά χέρια.

Είναι συγκλονιστική η προφητεία για την τύχη της Πόλης των πόλεων που αναφέρεται στο 2020 και προέρχεται από έναν από τους πιο σεβάσμιους Αγιορείτες πατέρες, τον Ρώσο ιερομόναχο Σωφρόνιο Σαχάρωφ, τον οποίο επικαλούνται πολλοί γέροντες.

«Κρατάτε την Ευχή, έρχονται συγκλονιστικά γεγονότα. Θα υπάρξει (αρχικά) διοίκηση της Πόλεως από τρεις επιτρόπους, ένα Ευρωπαίο, έναν Ρώσο και έναν Έλληνα, όμως μετά από αυτό θα υποδειχθεί ο βασιλεύς.

Το 2020 πρωτεύουσα της Ελλάδος θα είναι η Κωνσταντινούπολη!» διέβλεψε ο χαρισματικός πατέρας, όπως μαρτυρούν στις μέρες μας πολλοί μοναχοί για τον Σωφρόνιο του Εσσεξ, που ίδρυσε μοναστήρι μετά την αποχώρησή του από τη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στην Αθωνική Πολιτεία.

Τα χρόνια στο Παρίσι

Ο γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ έζησε μια πολυτάραχη και γεμάτη ταξίδια ζωή. Γεννήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου του 1896 στη Μόσχα και αρχικά ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, ενώ παραδόξως στα πρώτα του βήματα αναζήτησης είχε στραφεί προς τον βουδισμό και τον ινδουισμό, μέχρι που διαπίστωσε ότι τις απαντήσεις που έψαχνε τις έβρισκε μόνο στην Ορθοδοξία.

Στα 25 του χρόνια βρέθηκε στη Γαλλία αναζητώντας εργασία ως ζωγράφος και εντάχθηκε στους καλλιτεχνικούς κύκλους της χώρας.

«Ήμουν στο Παρίσι, τα είχα όλα, ζούσα με τον καλλιτεχνικό κόσμο του Παρισιού και συμμετείχα σε όλες τις εκδηλώσεις. Όμως, τίποτα δεν μου έδινε χαρά και ανακούφιση. Μετά από κάθε εκδήλωση του καλλιτεχνικού κόσμου είχα μέσα μου κενό και αγωνία.

Ο λογισμός μου μού έλεγε πως κάτι πρέπει να κάμω, για να φύγω από το αδιέξοδο που με συνείχε» είχε πει ο ίδιος για εκείνη την εποχή και συνέχιζε:

«Ένα βράδυ, έπειτα από μία διασκέδαση, ανέβαινα στο σπίτι μου με σκυμμένο το κεφάλι και αργό βήμα. Έλεγα πως αυτή η ζωή είναι βάναυση, είναι ανιαρή».

Η σκέψη να γίνει μοναχός κυριάρχησε μέσα του και αρχικά εντάχθηκε στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου. Όμως εκεί, όπως έλεγε αργότερα, όταν κατέληξε στο Άγιον Όρος, «όλοι μιλούσαν για Θεό, αλλά Θεό δεν είδα, ενώ όταν πήγα στο Άγιον Όρος κανείς δεν μιλούσε για Θεό και όλα έδειχναν τον Θεό»!

Το 1929, έχοντας ήδη τέσσερα χρόνια στη Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος, γνώρισε τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, ο οποίος έγινε ο πνευματικός του.

Το 1938 απομονώθηκε στα Καρούλια για αυστηρή πνευματική άσκηση έως το 1963, που αποχώρησε από το Άγιον Όρος, ταξίδεψε στο εξωτερικό και ίδρυσε μια χριστιανική αδελφότητα. Τελικά, στο Εσσεξ της Αγγλίας ανήγειρε μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και έμεινε εκεί ως την κοίμηση του το 1993, σε ηλικία 97 ετών.











Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

Η ξανθιά καλόγρια

Η ξανθιά καλόγρια
Η «ξανθιά» καλόγρια που προκαλεί δέος στους Τούρκους.

Η μυστικιστική σιωπή της καθηλώνει, ενώ το άφθαρτο χιλίων και πλέον ετών σώμα, της ελληνορθόδοξης καλόγριας που εκτίθεται στο μουσείο της  Νίγδης στην Καππαδοκία, εκεί όπου μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών ανθούσε η ελληνορθόδοξη κοινότητα, προκαλεί δέος σε Τούρκους και μη επισκέπτες, οι οποίοι προσέρχονται κατά χιλιάδες για να το δουν από κοντά.





Η «Sarışın Rahibe» σε μετάφραση «ξανθιά καλόγρια»,  όπως την αποκαλούν, έζησε μέχρι τα 22 της χρόνια και είχε ύψος 1.62. Έλαβε δε αυτο το όνομα λόγω του κίτρινου χρώματος στα μαλλιά και τα βλέφαρά ης. Μάλιστα, από το DNA που ανιχνεύτηκε στα μαλλιά της, εκτιμάται ότι τρεφόταν με θαλασσινά.

Η 22χρονη μοναχή έζησε ασκητικό βίο στις σπηλιές της Ιλχάρα πριν από 1.100 χρόνια. Στο φαράγγι που μοιάζει με σεληνιακό τοπίο οι πρώτοι χριστιανοί έσκαψαν στα βράχια και δημιούργησαν υπογείως τις πρώτες Εκκλησίες με τοιχογραφίες της Βίβλου.
Ορισμένοι, μάλιστα, τολμηροί δε διστάζουν να αποδώσουν το σκήνωμα σε πρόσωπο που αν και θαμμένο, παρέμεινε ανέπαφο για να αποκαλύψει την αγιοσύνη του. Ωστόσο, τα υπάρχοντα στοιχεία δεν μπορούν να πιστοποιήσουν ότι πρόκειται για μία  άγνωστη Αγία.




Οι ερευνητές του National Geographic που μελέτησαν πριν από κάποια χρόνια το σκήνωμα κατέληξαν, λόγω του σχήματος της λεκάνης, ότι δεν είχε γίνει μητέρα.  Μια εξήγηση που περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, καθώς δίπλα της βρέθηκαν θαμμένα τέσσερα μικρά παιδιά.

Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Τούρκου αρχαιολόγου Mustafa Eryaman, ο οποίος συμμετείχε στις αρχαιολογικές ανασκαφές, το σκήνωμα τοποθετείται στην εποχή του Βυζάντιου.
Η αιτία του θανάτου της δεν έχει εξακριβωθεί, ωστόσο, οι μελετητές υποθέτουν ότι ο θάνατος επήλθε είτε από ασθένεια, είτε από κάποια μόλυνση, ή ακόμα και από κάποιο  βίαιο γεγονός που ίσως συνδέεται με τις γενικότερες εξελίξεις τη εποχής που έζησε η καλόγρια.









Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Το θρυλικό καφενείο Καφαντάρη

Το θρυλικό καφενείο Καφαντάρη
Το παλαιότερο καφενείο της Θεσσαλονίκης

Έκλεισε το θρυλικό «Καφαντάρι», το παλαιότερο καφενείο της Θεσσαλονίκης.



Το παλαιότερο καφενείο της πόλης, το θρυλικό «Καφαντάρι», που σφράγισε μια ολόκληρη εποχή, έκλεισε οριστικά μετά από 100 και πλέον χρόνια λειτουργίας. Το ιστορικό καφενείο, που πήρε το όνομά του από τον ιδιοκτήτη, Καφαντάρη, το βρίσκαμε εδώ και πάνω από έναν αιώνα επί της Αγίου Δημητρίου με Αρκαδιουπόλεως. Κατασκευάστηκε το 1917 από τον Ωραιόπουλο, πολιτικό μηχανικό που έκανε πολλά ακόμα κτίρια σε όλη τη γύρω περιοχή. Αρχικά ξεκίνησε να λειτουργεί ως καφενείο – λαϊκό κέντρο διασκέδασης, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Ήταν δηλαδή καφενείο που κάποιες μέρες φιλοξενούσε ορχήστρα και λαϊκά σχήματα της εποχής. Από το «Καφαντάρι» έχουν περάσει μεγάλες προσωπικότητες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού όπως ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης και ο Μπάτης. Την ημέρα των εγκαινίων, για να φέρει καλοτυχία αλλά και για να προσφέρει μελλοντικά δροσιά με την σκιά του στους καθήμενους, φυτεύτηκε ένα δέντρο, το οποίο μεγάλωσε και στέκει εκεί απ’ έξω αγέρωχο μέχρι και σήμερα, χαρίζοντας το καλοκαίρι απλόχερα την σκιά του. Δεν είναι ξεκάθαρο αν το μαγαζί από την αρχή είχε την ονομασία «Καφαντάρι» ή την απέκτησε αργότερα. Ο Καφαντάρης ήταν εκτός από ιδιοκτήτης και κάτι σαν τοπικός αρχηγός όλης της γύρω περιοχής (η οποία έκτοτε μέχρι και σήμερα πήρε το όνομα του), την οποία διοικούσε με τα πρωτοπαλίκαρα του. Το καφενείο ήταν το στέκι και ο ορμητήριό του, μέσα στο οποίο έκλεινε συμφωνίες και δοσοληψίες ως μπράβος και προστάτης των γυναικών της Μπάρας. Το «Καφαντάρι» είναι τοποθετημένο στην περιοχή «εκτός των δυτικών τειχών». Εκεί όπου μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του του 20ου αιώνα υπήρχαν αλευρόμυλοι, αγροικίες και χάνια στα οποία ξαπόσταιναν οι ταξιδιώτες-έμποροι, χαμαιτυπεία, τεκέδες, καφέ αμάν, καφέ σαντάν και στον σημερινό Βαρδάρη οι περιβόητοι οίκοι ανοχής της Μπάρας. Στο καφενείο σύχναζαν, εκτός από τη συμμορία του Καφαντάρη, χαρτοπαίκτες, νταβατζήδες, αγαπητικοί, αλλά και ταξιδιώτες και ζωέμποροι από το γειτονικό αλογοπάζαρο. Πολλοί αφηγητές και ιστορικοί μπερδεύουν τον Καφαντάρη με τον συνονόματο του Γιώργο Καφαντάρη, πολιτικό, πρωθυπουργό και υπουργό με πολιτική δράση που κράτησε από το 1905 μέχρι το 1945.

Κάποιοι λένε ότι ο πολιτικός Καφαντάρης είχε κάνει κάποιες ομιλίες και είχε συγκεντρώσει οπαδούς του στο καφενείο, κάτι που δεν είναι ιστορικά τεκμηριωμένο, αλλά σίγουρα δεν έχει σχέση με τον Καφαντάρη, που εκτός από ιδιοκτήτης του καφενείου και προστάτης της νύχτας, υπήρξε συν της άλλοις και ταγματασφαλίτης, λαθρέμπορος και μαυραγορίτης στην κατοχή. Μάλιστα, το ίδιο το μαγαζί κρύβει ένα μυστικό που λίγοι εκτός από τον ίδιο γνώριζαν. Ένα σημείο στον τοίχο του καφενείου οδηγεί σε μυστικό πέρασμα, από το οποίο κατεβαίνεις σκαλοπάτια τα οποία καταλήγουν σε μια κρυψώνα. Εκεί κρυβόταν ο Καφαντάρης αλλά αποθήκευε και την πραμάτεια του. Το μυστικό αυτό πέρασμα στην κατοχή χρησιμοποιήθηκε και ως πολεμικό καταφύγιο, ενώ μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνταν απλά ως αποθηκευτικός χώρος. Τα αίτια θανάτου του Καφαντάρη δεν είναι ξεκάθαρα γνωστά. Άλλοι λένε ότι τον σκότωσε η Ο.Π.Λ.Α (ένοπλη οργάνωση ΤΟΥ ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, με καθήκοντα ασφαλείας, συλλογής πληροφοριών και εκτέλεσης ειδικών αποστολών, που έδρασε στις πόλεις της Ελλάδας από το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το 1947), κάποιοι λένε ότι τον πυροβόλησαν ή τον μαχαίρωσαν έξω από το καφενείο και κάποιοι ότι πέθανε μετά την κατοχή από φυσικά αίτια.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι μετά από αυτόν το μαγαζί πέρασε στα χέρια του Χρήστου Βλαβενίδη, ο οποίος το άφησε το 1965 και το πήρε ο Καριοφύλης Διαμαντακίδης που ήρθε από το Μικρόκαρπο Κιλκίς να εγκατασταθεί στην Θεσσαλονίκη. Από αυτόν πέρασε στον υιό του Δημήτρη και μέχρι σήμερα το είχε η κόρη του, η Αφροδίτη. Αποτελούσε από το 1965 μια οικογενειακή επιχείρηση που συνέχιζε να λειτουργεί, παρά τις δυσκολίες, μέχρι σήμερα, που το βρίσκουμε πια κλειστό. Από ένα σκοτεινό άνδρο συμμοριών, με τα χρόνια το καφενείο «Καφαντάρι» έγινε ένα απλό συνοικιακό καφενείο στο οποίο σύχναζαν πολλοί Τούρκοι που είχαν μείνει μετά την ανταλλαγή στην πόλη και ήταν μαζεμένοι στην περιοχή, κάποιοι από τους οποίους παρέμειναν εκεί και συνέχισαν να είναι πελάτες. Μετά το 1922, στις γύρω γειτονιές εγκαταστάθηκαν και πολλοί πρόσφυγες, γέμισε η περιοχή και το καφενείο είχε μεγάλη κίνηση. Αργότερα έγινε και στέκι των εργατών. Πριν και μετά την «οικοδομή», οι άντρες ξαπόσταιναν εκεί για έναν καφέ. Πάνω από 300 άτομα ημερησίως πίνανε τον καφέ τους στο «Καφαντάρι».






Στο παλαιότερο καφενείο της πόλης Από Γιώργος Τσιτιρίδης - April 16, 2015 2 Λέξεις-εικόνες: Γιώργος Τσιτιρίδης


Αν πάρεις την λεωφορειακή γραμμή 26, μετά την Πλατεία Δημοκρατίας η αναγγελία της επόμενης στάσης που θα ακούσεις λέγεται Καφαντάρι, ονομασία που έχει και η ευρύτερη περιοχή. Το όνομα της το πήρε από τον Καφαντάρη που είχε το ομώνυμο καφενείο επί της Αγ. Δημητρίου με Αρκαδιουπόλεως, το οποίο λειτουργεί μέχρι και σήμερα και είναι το παλαιότερο καφενείο της πόλης. Το καφενείο Καφαντάρι το θυμάμαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Σ’ αυτό σύχναζε και συνεχίζει να συχνάζει ακόμα ο θείος μου – ο αδελφός του πατέρα μου. Κατασκευάστηκε το 1917 από τον Ωραιόπουλο, πολιτικό μηχανικό που έκανε πολλά ακόμα κτίρια σε όλη τη γύρω περιοχή. Αρχικά ξεκίνησε να λειτουργεί ως καφενείο – λαϊκό κέντρο διασκέδασης όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Ήταν δηλαδή καφενείο που κάποιες μέρες φιλοξενούσε ορχήστρα και λαϊκά σχήματα της εποχής. Από το Καφαντάρι έχουν περάσει μεγάλες προσωπικότητες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού όπως ο Βαμβακάρης ο Τσιτσάνης και ο Μπάτης. Την ημέρα των εγκαινίων για να φέρει καλοτυχία αλλά και για να προσφέρει μελλοντικά δροσιά με την σκιά του στους καθήμενους φυτεύτηκε ένα δέντρο, το οποίο μεγάλωσε και στέκει εκεί απ έξω αγέρωχο μέχρι και σήμερα χαρίζοντας το καλοκαίρι απλόχερα την σκιά του σε όσους κάθονται έξω στο υπερυψωμένο μπαλκονάκι. Δεν είναι ξεκάθαρο αν το μαγαζί από την αρχή είχε την ονομασία Καφαντάρι ή την απέκτησε αργότερα. Ο Καφαντάρης ήταν εκτός από ιδιοκτήτης και κάτι σαν τοπικός αρχηγός όλης της γύρω περιοχής (η οποία έκτοτε μέχρι και σήμερα πήρε το όνομα του) την οποία διοικούσε με τα πρωτοπαλίκαρα του. Το καφενείο ήταν το στέκι και ο ορμητήριο του μέσα στο οποίο έκλεινε συμφωνίες και δοσοληψίες ως μπράβος και προστάτης των γυναικών της Μπάρας. Το Καφαντάρη είναι τοποθετημένο στην περιοχή «εκτός των δυτικών τειχών». Εκεί όπου μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του του 20ου αιώνα υπήρχαν αλευρόμυλοι, αγροικίες και χάνια στα οποία ξαπόσταιναν οι ταξιδιώτες-έμποροι, χαμαιτυπεία, τεκέδες, καφέ αμάν, καφέ σαντάν και στον σημερινό Βαρδάρη οι περιβόητοι οίκοι ανοχής της Μπάρας. Στο καφενείο σύχναζαν, εκτός από τη συμμορία του Καφαντάρη, χαρτοπαίκτες, νταβατζήδες, αγαπητικοί, αλλά και ταξιδιώτες και ζωέμποροι από το γειτονικό αλογοπάζαρο.

Πολλοί αφηγητές και ιστορικοί μπερδεύουν τον Καφαντάρη με τον συνονόματο του Γιώργο Καφαντάρη, πολιτικό, πρωθυπουργό και υπουργό με πολιτική δράση που κράτησε από το 1905 μέχρι το 1945. Κάποιοι λένε ότι ο πολιτικός Καφαντάρης είχε κάνει κάποιες ομιλίες και είχε συγκεντρώσει οπαδούς του στο καφενείο κάτι που δεν είναι ιστορικά τεκμηριωμένο αλλά σίγουρα δεν έχει σχέση με τον Καφαντάρη που εκτός από ιδιοκτήτης του καφενείου και προστάτης της νύχτας υπήρξε συν της άλλοις και ταγματασφαλίτης, λαθρέμπορος και μαυραγορίτης στην κατοχή. Μάλιστα το ίδιο το μαγαζί κρύβει ένα μυστικό που λίγοι εκτός από τον ίδιο γνώριζαν.

Ένα σημείο στον τοίχο του καφενείου οδηγεί σε μυστικό πέρασμα από το οποίο κατεβαίνεις σκαλοπάτια τα οποία καταλήγουν σε μια κρυψώνα. Εκεί κρυβόταν ο Καφαντάρης αλλά αποθήκευε και την πραμάτεια του. Το μυστικό αυτό πέρασμα στην κατοχή χρησιμοποιήθηκε και ως πολεμικό καταφύγιο ενώ σήμερα χρησιμοποιείται απλά ως αποθηκευτικός χώρος. Τα αίτια θανάτου του Καφαντάρη δεν είναι ξεκάθαρα γνωστά. Άλλοι λένε ότι τον σκότωσε η Ο.Π.Λ.Α (ένοπλη οργάνωση ΤΟΥ ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, με καθήκοντα ασφαλείας, συλλογής πληροφοριών και εκτέλεσης ειδικών αποστολών, που έδρασε στις πόλεις της Ελλάδας από το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το 1947), κάποιοι λένε ότι τον πυροβόλησαν ή τον μαχαίρωσαν έξω από το καφενείο και κάποιοι ότι πέθανε μετά την κατοχή από φυσικά αίτια. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μετά από αυτόν το μαγαζί πέρασε στα χέρια του Χρήστου Βλαβενίδη, ο οποίος το άφησε το 1965 και το πήρε ο Καριοφύλης Διαμαντακίδης που ήρθε από το Μικρόκαρπο Κιλκίς να εγκατασταθεί στην Θεσσαλονίκη. Από αυτόν πέρασε στον υιό του Δημήτρη και σήμερα το έχει η κόρη του, η Αφροδίτη. Αποτελεί από το 1965 μια οικογενειακή επιχείρηση που συνεχίζει να λειτουργεί, παρά τις δυσκολίες, μέχρι και σήμερα. «Μου έχουν προτείνει να το δώσω για να το κάνουν μουσική σκηνή, μεζεδοπωλείο, εστιατόριο, ουζερί αλλά θέλω να συνεχίσω την οικογενειακή παράδοση και να κρατήσω αυτό το χαρακτηριστικό του ύφος και να παραμείνει καφενείο» μας λέει η Αφροδίτη.




Από ένα σκοτεινό ανδρο συμμοριών με τα χρόνια το καφενείο Καφαντάρι έγινε ένα απλό συνοικιακό καφενείο στο οποίο σύχναζαν πολλοί Τούρκοι που είχαν μείνει μετά την ανταλλαγή στην πόλη και ήταν μαζεμένοι στην περιοχή, κάποιοι από τους οποίους παραμένουν εκεί και συνεχίζουν να είναι πελάτες. Μετά το 1922 στις γύρω γειτονιές εγκαταστάθηκαν και πολλοί πρόσφυγες, γέμισε η περιοχή και το καφενείο είχε μεγάλη κίνηση. Αργότερα έγινε και στέκι των εργατών. Πριν και μετά την «οικοδομή» οι άντρες ξαπόσταιναν εκεί για έναν καφέ. Πάνω από 300 άτομα ημερησίως πίναν τον καφέ τους στο Καφαντάρι.

Ρωτάω την Αφροδίτη για το πώς είναι τα πράγματα τώρα. “Δύσκολα”, μου απαντάει. «Προσπαθούμε να κρατηθούμε αλλά ο κόσμος πλέον έχει μαζευτεί, δεν υπάρχουν και δουλειές, δεν υπάρχει η οικοδομή ο άλλος σκέφτεται και το 1 ευρώ που θα δώσει. Επίσης έχουμε να ανταγωνιστούμε τις καφετέριες και τα μπαρ που παλιά δεν υπήρχαν. Κάποτε η μόνη διασκέδαση και διέξοδος του άντρα ήταν το καφενείο.» Γυναίκες συχνάζουν εδώ; «Έρχονται αλλά δεν είναι οι σταθεροί πελάτες, δεν θα γίνουν θαμώνες.». Ένας από τους παλαιότερους πελάτες μας ακούει που μιλάμε και συμπληρώνει: «Κάθε χρόνο πεθαίνουν και 2-3 από εμάς αλλά δεν αντικαθίστανται από καινούργιους δεν έρχονται οι νέοι… για κλείσιμο είμαστε». Σαν διαμόρφωση ο εξωτερικός χώρος και η πρόσοψη δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Εσωτερικά οι μόνες αλλαγές που έγιναν ήταν από τον Δημήτρη, πατέρα της Αφροδίτης, ο οποίος έφτιαξε ψευδοροφή για να μην είναι τόσο ψηλοτάβανο το μαγαζί να μπορεί να θερμαίνεται πιο εύκολα και έκανε ανακαίνιση στις τουαλέτες. Παρά τις δυσκολίες η Αφροδίτη, τρίτης γενιάς ιδιοκτήτρια, προσπαθεί να κρατήσει ανοιχτό το καφενείο που διατηρεί την αύρα μιας άλλης εποχής που τη νοιώθεις με το που περνάς το κατώφλι του. Αν καθίσεις και πιάσεις κουβέντα με τους θαμώνες έχουν να πουν πολλές ιστορίες και να διηγηθούν πολλές από τις αναμνήσεις που έχουν από εκεί.

Αναμνήσεις παρόμοιες με τις δικές μου που θυμάμαι τον πατέρα μου, όποτε ερχόμασταν στην γειτονιά, να πίνει εδώ καφέ με τον αδελφό του και να συζητάνε ενώ εμείς παίζαμε στην παιδική χαρά απέναντι. Ο πατέρας μου δεν ζει πια, ο θείος έμεινε μόνος στη ζωή και παρά τα προβλήματα υγείας είναι εδώ κάθε πρωί και πίνει τον καφέ του, εγώ μεγάλωσα και η παιδική χαρά απέναντι στην οποία περάσαμε πολλά απογεύματα καλοκαιριού δεν υπάρχει πια.