Οι μυστηριώδεις εικόνες που εμφανίζονται σε ένα σπίτι στην Ανδαλουσία.
Το Bélmez Faces ή το Faces of Bélmez είναι ένα φερόμενο ως παραφυσικό φαινόμενο σε μια ιδιωτική κατοικία στην Ισπανία. Το φαινόμενο ξεκίνησε το 1971 όταν οι κάτοικοι ισχυρίστηκαν ότι εμφανίστηκαν εικόνες προσώπων στο τσιμεντένιο πάτωμα του σπιτιού.
Βρίσκεται στην οικογενειακή κατοικία Pereira, Calle Real 5, (Belmez de la Moraleda, Jaen), στην Ανδαλουσία, στην Ισπανία. Τα πρόσωπα Bélmez ήταν υπεύθυνα για τη μεταφορά μεγάλου αριθμού περιηγητών στο Bélmez.
Τον Αύγουστο του 1971 περίεργα στίγματα άρχισαν να εμφανίζονται στο πάτωμα της κουζίνας ενός σπιτιού στο Bélmez de La Moraleda. Τα απόκοσμα σημάδια έμοιαζαν σαν ανθρώπινα πρόσωπα, προκαλώντας ένα ενδιαφέρον δεκαετιών για τα "πρόσωπα του Bélmez".
Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, η María Gómez Cámara, παρατήρησε μια κηλίδα στο δάπεδο της κουζίνας της, το οποίο, αργότερα, φαινόταν να δείχνει ένα ενοχλητικό πρόσωπο. Επίσης, φαινόταν ότι η κηλίδα είχε μετακινηθεί.
Η María προσπάθησε να καθαρίσει το πρόσωπο, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο σύζυγός και ο γιος της κατέστρεψαν το σημάδι με κασμά και έριξαν τσιμέντο από πάνω.
Όμως, οι προσπάθειές τους ήταν μάταιες. Μια εβδομάδα αργότερα, το πρόσωπο επανεμφανίστηκε και αυτή την φορά και άλλα μαζί. Η φήμη εξαπλώθηκε γρήγορα και άρχισαν να μιλάνε για το "La Casa de las Caras" (σπίτι των προσώπων), κάτι που τράβηξε πολλούς επισκέπτες στο σπίτι. Όλοι ήθελαν να δουν αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο με τα μάτια τους.
Ειδικοί του κόσμου της παραψυχολογίας έσπευσαν στο σπίτι και ταυτίστηκαν στο να καταγράψουν το φαινόμενο ως ένα μεγάλο μυστήριο. Λέγεται μάλιστα ότι κατέγραψαν ακόμη και ψυχοφωνές στο σπίτι. Σύμφωνα με τον τοπικό μύθο, όταν έσκαψαν το πάτωμα, βρήκαν σκελετούς θαμένους από κάτω.
Μετά από αυτή την ανακάλυψη, έριξαν νέο τσιμέντο και όλοι πίστεψαν ότι το φαινόμενο είχε εξαφανιστεί μια για πάντα. Όμως, δύο εβδομάδες αργότερα, άρχισε να εμφανίζεται ένα άλλο πρόσωπο, διαφορετικό αυτή την φορά.
Τότε ήταν που οι σκεπτικιστές σκέφτηκαν ότι επρόκειτο για μια φάρσα. Είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η οικογένεια χρησιμοποιούσε κάποιο χρώμα ή κάποιο χημικό στοιχείο για να δημιουργήσει τις εικόνες ώστε να προσελκύσει τουρίστες στο σπίτι τους και να έχει κέρδη από αυτό.
Η María πέθανε το 2004, αλλά οι περίεργοι λεκέδες εξακολουθούν να υπάρχουν.
Η ανατριχιαστική ιστορία των νεαρών εργατριών που μολύνθηκαν από ραδιενέργεια ζωγραφίζοντας ρολόγια και ο δικαστικός αγώνας που πλήρωσαν με τη ζωή τους.
Το 1917, μια από τις καλύτερες δουλειές που μπορούσε να βρει μια εργάτρια στην Αμερική, ήταν να χρωματίζει καντράν ρολογιών, κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς. Έμοιαζε καλλιτεχνική, ήταν εύκολη, πλήρωνε τις καλύτερα από άλλες και τους έδινε την ευκαιρία να δουλέψουν με μια καινούρια χημική θαυματουργή ανακάλυψη για την οποία μιλούσαν όλοι: το ράδιο. Επιπλέον, καθώς οι ΗΠΑ είχαν μόλις εμπλακεί στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τους έδινε την ικανοποίηση ότι έκαναν κι εκείνες το πατριωτικό τους καθήκον.
Χρησιμοποιούσαν ειδικό χρώμα με ράδιο, που έκανε τους δείκτες και τα νούμερα σε ρολόγια και αεροναυτικά καντράν να λάμπουν στο σκοτάδι και η βασική τους οδηγία ήταν να περνούν το λεπτό πινέλο με το χρώμα από τα χείλη τους πριν από κάθε πινελιά, ώστε να γίνεται η άκρη του πιο μυτερή και να χρωματίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια. Πολλές ρωτούσαν αν αυτή η τεχνική ήταν ασφαλής και τα αφεντικά τους τις διαβεβαίωναν γι αυτό.
Όμως δεν ήταν αλήθεια.
Ήδη από τότε, το ράδιο θεωρούνταν επικίνδυνο και άλλοι υπάλληλοι, που διαχειρίζονταν μεγαλύτερες ποσότητες, αλλά και οι ανώτεροι διοικητικοί που το πλησίαζαν, φορούσαν ειδικές προστατευτικές μάσκες και ποδιές από μόλυβδο, αλλά οι μικρές ποσότητες, όπως ισχυρίζονταν οι μεγάλες εταιρίες ραδίου, ήταν ευεργετικές για την υγεία. Στην πραγματικότητα, μια ολόκληρη βιομηχανία είχε στηθεί γύρω από αυτή, την εξωφρενική σήμερα θεωρία.
Κραγιόν με ράδιο
Η Μαρία Κιουρί , η οποία πέθανε το 1934 από απλαστική αναιμία που προκλήθηκε από τη μακροχρόνια έκθεσή της στη ραδιενέργεια, το ανακάλυψε το 1898 μαζί με τον σύζυγό της, Πιερ, και το αποκαλούσε «το όμορφό μου ράδιο». Μοιράστηκε την ανακάλυψή της με την επιστημονική κοινότητα και όταν εντοπίστηκε η ικανότητά του να καταστρέφει τον ανθρώπινο ιστό, άρχισε να χρησιμοποιείται στη μάχη κατά του καρκίνου –και όχι μόνο. Θεωρήθηκε θεραπεία για την αρθρίτιδα, τον πυρετό, ακόμα και για τη δυσκοιλιότητα, ένα φάρμακο που σε μικρές δόσεις υποσχόταν θαύματα. Ορισμένοι ισχυρίζονταν ότι έκανε τους ηλικιωμένους να ξανανιώσουν. Κάποιοι έπιναν νερό με ράδιο ως τονωτικό και επισκέπτονταν κλινικές και σπα που ειδικεύονταν στις θεραπείες με ράδιο.
Στην Αγγλία και την Αμερική πωλούνταν προϊόντα όπως βούτυρο, γάλα και σοκολάτες που περιείχαν μικρές δόσεις ραδίου και διαφημίζονταν ως υγιεινά, ενώ κυκλοφόρησαν και κρέμες προσώπου, σαπούνια, σκιές ματιών και κραγιόν με ράδιο, που θα έκαναν την ομορφιά των γυναικών «να λάμπει». Υπήρχαν ακόμα και εσώρουχα εμποτισμένα με ράδιο, τα οποία έδιναν ελπίδες για βελτίωση της σεξουαλικής ζωής όσων τα φορούσαν.
Φυσικά, το ράδιο προοριζόταν αποκλειστικά για τους πλούσιους, καθώς ανά γραμμάριο ήταν ίσως η πιο ακριβή ουσία του κόσμου. Όταν τα πρώτα στούντιο χρωματισμού καντράν με ράδιο άνοιξαν στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ και το Ιλινόις το 1917, πολλές γυναίκες της εργατικής τάξης θέλησαν να δουλέψουν εκεί. Κάθονταν σε σειρές, βουτούσαν τα πινέλα τους στο ραδιούχο διάλυμα που ονομαζόταν Undark, και μετά τα περνούσαν από τα χείλη τους για να λεπτύνουν τη μύτη τους, πριν χρωματίσουν τους δείκτες με το ακτινοβόλο χρώμα. Κάθε εργάτρια έπρεπε να χρωματίσει 250 νούμερα κάθε μέρα, και κέρδιζε περίπου 20 δολάρια την εβδομάδα.
Μερικές ξάνοιγαν τα νύχια τους με ράδιο ή το περνούσαν από τα δόντια τους για να έχουν αστραφτερό χαμόγελο το βράδυ, ενώ άλλες πήγαιναν στη δουλειά με βραδινά ρούχα, ώστε μετά να “λάμπουν” στο ραντεβού τους
Στην πλειοψηφία τους ήταν νεαρές γυναίκες, κάποιες μάλιστα και έφηβες, που στα διαλείμματα της δουλειάς διασκέδαζαν παίζοντας με το χρώμα. Το ράντιζαν στα μαλλιά τους, ζωγράφιζαν μουστάκια και φρύδια και πήγαιναν σε κάποιο σκοτεινό σημείο, όπου έλαμπαν μόνο τα σημεία που είχαν τονίσει. Μερικές ξάνοιγαν τα νύχια τους με αυτό ή το περνούσαν από τα δόντια τους για να έχουν αστραφτερό χαμόγελο το βράδυ, ενώ άλλες πήγαιναν στη δουλειά με βραδινά ρούχα, ώστε μετά να “λάμπουν” στο ραντεβού τους. Όταν φυσούσαν τις μύτες τους, τα χαρτομάντιλα ακτινοβολούσαν στο σκοτάδι και όταν επέστρεφαν τη νύχτα στο σπίτι τους έφεγγαν σαν φαντάσματα. Δεν είχαν κανένα λόγο να πιστεύουν ότι όλα αυτά ήταν επικίνδυνα, όχι μόνο επειδή το ράδιο θεωρείτο πολυτελής πανάκεια, αλλά κι επειδή οι κατασκευαστές –και οι καθοδηγούμενες επιστημονικές έρευνες που χρηματοδοτούσαν για να αντικρούσουν τις λίγες ενστάσεις ερευνητών που ανησυχούσαν– τις διαβεβαίωναν για το αντίθετο.
Όμως στις αρχές της δεκαετίας του ’20, πολλές εργαζόμενες άρχισαν να παρουσιάζουν τα πρώτα μοιραία συμπτώματα της μόλυνσης από ραδιενέργεια. Οι γνάθοι τους άρχισαν να πρήζονται και τα δόντια τους κυριολεκτικά έπεφταν χωρίς προφανή λόγο (αργότερα η ασθένεια θα ονομαζόταν Radium Jaw, όταν ο βιομήχανος Έμπεν Μπάιερς, που κατανάλωνε “ιαματικό” νερό με ράδιο, πέθανε από αυτήν). Υπήρξε μια αναφορά για μια γυναίκα που επισκέφτηκε τον οδοντίατρο για να κάνει εξαγωγή και κατέληξε να χάσει ολόκληρο κομμάτι της κάτω γνάθου της. Τα συμπτώματα όμως ήταν ποικίλα. Κάποιες, όπως η Μαργκερίτ Κάρλοου και η Χέιζελ Βίνσεντ, υπέφεραν από χρόνια εξάντληση. Άλλες, όπως η Αλμπίνα Λαρίς, γεννούσαν θνησιγενή μωρά. Αλλά για τις περισσότερες, όπως η Μόλι Μάγκια, ξεκίνησε με το σάπισμα των δοντιών. Ο γιατρός έβγαζε τα χαλασμένα δόντια από τα στόματα των κοριτσιών, αλλά οι πληγές δεν έκλειναν. Συχνά οι γνάθοι τους διαλύονταν με το παραμικρό άγγιγμα και το δέρμα τους γινόταν λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο και σκιζόταν υπερβολικά εύκολα.
Τέσσερα χρόνια μετά το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, η 24χρονη Μόλι Μάγκια ήταν η πρώτη από τις εργάτριες που θα πέθαινε. Ο θάνατός της αποδόθηκε στη σύφιλη. Οι γιατροί που επισκέπτονταν οι νεαρές γυναίκες ήταν σαστισμένοι: το ράδιο θεωρείτο θαυματουργό και τα συμπτώματα δεν ήταν σε όλες τα ίδια. Το 1925, οΧάρισον Μάρτλαντ, πρωτοπόρος παθολόγος του Νιου Τζέρσεϊ, άρχισε να ερευνά το μυστηριώδες φαινόμενο των κατεστραμμένων γνάθων σε γυναίκες της πόλης του που είχαν εργαστεί στο εργαστήριο της US Radium και είχαν περάσει από το στόμα τους ραδιενεργά πινέλα. Κατάφερε να αποδείξει το συσχετισμό της εργασίας τους με τις ασθένειές τους, όταν ανακάλυψε ότι το ράδιο είχε φτάσει στα οστά τους, κάνοντάς τα διάτρητα. Λογικά, αυτή η διάγνωση θα είχε βάλει τέρμα στη χρήση του τόσο τοξικού υλικού, αλλά οι επιχειρήσεις του ραδίου ήταν πολύ κερδοφόρες για να επιτρέψουν σε κάποιες ασήμαντες εργάτριες να τους ζημιώσουν. «Ακόμα πιστεύω ότι πρέπει να βρούμε τις αιτίες», έγραψε ο πρόεδρος της US Radium Corporation και αρνήθηκε να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη.
Στο Νιου Τζέρσεϊ, τα περιστατικά ανάμεσα στις εργάτριες που δούλευαν με τα ραδιενεργά διαλύματα πλήθυναν τόσο που έφεραν κρίση στο επάγγελμα, όμως τα νέα δεν είχαν φτάσει στο καινούριο εργαστήριο της εταιρίας στην Οτάβα του Ιλινόις, στο οποίο εργάζονταν κορίτσια ακόμα και 14 ετών. Η εταιρεία, αν και είχε κάθε λόγο να πάρει μέτρα ασφαλείας, συνέχισε να επιβεβαιώνει τις εργάτριες ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος και συνέχισε να τους ζητά να βάζουν τα ραδιενεργά πινέλα στο στόμα τους.
Κάποιες εργάτριες που θέλησαν να διερευνήσουν το συσχετισμό των ασθενειών τους με τη δουλειά τους στα εργαστήρια, αντιμετώπισαν τους “ειδικούς” που η εταιρεία επέλεξε να τις εξετάσει. Η Γκρέις Φράιερ, πρώην εργάτρια που αντιμετώπιζε σοβαρά οδοντιατρικά, αρχικά, προβλήματα, έλαβε τη διαβεβαίωση ότι έχαιρε άκρας υγείας από δυο κορυφαίους υποτίθεται “γιατρούς”. Αργότερα αποδείχτηκε ότι ο ένας ήταν τοξικολόγος, υπάλληλος της US Radium, και ο άλλος ένας από τους αντιπροέδρους της εταιρείας, δεν ήταν καν γιατροί. Εντωμεταξύ, οι έρευνες που έγιναν για να διαπιστωθούν οι συνθήκες στα εργαστήρια όπου σχεδόν όλες οι επιφάνειες ακτινοβολούσαν και όλοι οι υπάλληλοι είχαν ασυνήθιστες αιματολογικές εξετάσεις, παραδόξως συμφωνούσαν ότι όλα ήταν καλά και οι υπάλληλοι η προσωποποίηση της υγείας.
Οι πλαστές αναφορές όμως τελικά αποκαλύφθηκαν και τα αληθινά ευρήματα δημοσιεύτηκαν σε επιστημονικά περιοδικά. Η US Radium απείλησε με αγωγές, όμως η δημοσίευση έγινε. Σε κάποιο σημείο ανέφερε: «Δείγματα σκόνης από ολόκληρο τον χώρο, ακόμα κι αυτόν που δεν κάθονται οι εργάτριες, λάμπουν στο σκοτάδι. Τα μαλλιά τους, τα πρόσωπα, τα χέρια, τα φορέματα, τα εσώρουχα τους, ακτινοβολούν. Ένα από τα κορίτσια παρουσίασε λαμπερά σημεία στα πόδια και τους μηρούς της. Η πλάτη μιας άλλης ακτινοβολούσε μέχρι τη μέση».
Όμως η US Radium ήταν εργολάβος του υπουργείου Άμυνας, με σημαντικούς φίλους και ακόμα σημαντικότερους πόρους, οπότε η Γκρέις Φράιερ, που είχε αποφασίσει να κυνηγήσει την υπόθεση, χρειάστηκε περίπου δύο χρόνια να βρει δικηγόρο που δεχόταν να την αναλάβει. Κατέθεσε αγωγή το 1927 και τέσσερις ακόμα εργάτριες ακολούθησαν. Μαζί τους ενώθηκαν και οι αδελφές της Μόλι Μάγκια, η οποία είχε πεθάνει πέντε χρόνια νωρίτερα. Όταν έγινε η απαραίτητη για τις εξετάσεις εκταφή, οι υπάλληλοι του κοιμητηρίου διαπίστωσαν ότι η σωρός της ακόμα ακτινοβολούσε. Η αγωγή τράβηξε την προσοχή των media και πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Οι εφημερίδες άρχισαν να αποκαλούν τις ενάγουσες «Radium GirlsRadium Girls» και «ζωντανές νεκρές» κι έγιναν διεθνές θέμα.
Όμως, μέχρι την πρώτη ακροαματική διαδικασία, τα κορίτσια είχαν χειροτερέψει τόσο, που δεν μπορούσαν να σηκώσουν το χέρι τους για να ορκιστούν. Στη δεύτερη ήταν όλες σε πολύ κακή κατάσταση για να δώσουν το παρών και η υπόθεση πήρε αναβολή για αρκετούς μήνες επειδή κάποιοι μάρτυρες της US Radium δεν μπορούσαν να παρασταθούν επειδή έκαναν διακοπές στην Ευρώπη. Η κατακραυγή στον Τύπο ήταν τεράστια. Η εφημερίδα New York World έγραψε ότι «πρόκειται για παρωδία δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για μια τέτοια καθυστέρηση. Οι γυναίκες πεθαίνουν και παλεύουν για λίγα ψωροδολάρια για να κάνουν τις τελευταίες τους μέρες στη Γη πιο εύκολες. Είναι μια άκαρδη διαδικασία, ανήκουστη, άδικη και σκληρή». Καθώς οι γυναίκες δεν είχαν πια πολύ χρόνο ζωής, τελικά συμβιβάστηκαν εξωδικαστικά, για σημερινά 100.000 δολάρια η καθεμία και τα ιατρικά τους έξοδα. Επίσης τους επιδικάστηκε ετήσια αποζημίωση 600 δολαρίων εφ’ όρου ζωής.
Οι τελευταίες από τις γυναίκες πέθαναν δύο χρόνια μετά το συμβιβασμό. Όμως τουλάχιστον η υπόθεση έγινε γνωστή, οι νεαρές εργάτριες στο Ιλινόις έμαθαν για το θανάσιμο κίνδυνο που αντιμετώπιζαν και τρομοκρατήθηκαν. Η εταιρεία ακόμα και τότε συνέχισε να τις διαβεβαιώνει ότι είναι ασφαλείς, ισχυριζόμενη ότι χρησιμοποιούσαν διαφορετικό είδος ραδίου. Μέχρι να αποφασίσουν να κινηθούν κι αυτές νομικά, η Αμερική αντιμετώπιζε την μεγάλη ύφεση και λίγοι ήταν πρόθυμοι να εναντιωθούν σε έναν από τους ελάχιστους εργοδότες που δεν είχε ακόμα πτωχεύσει. Τελικά, με τη βοήθεια του ιδεαλιστή δικηγόρου Λέοναρντ Γκρόσμαν που ανέλαβε την υπόθεση pro bono, και το σθένος της εργάτριας Κάθριν Ντόνοχιου που πολέμησε για δικαίωση κυριολεκτικά από το νεκροκρέβατό της, τα κατάφεραν. Έπειτα από οκτώ εφέσεις, το 1939 η US Radium καταδικάστηκε για εγκληματική αμέλεια.
Σήμερα, πολλοί πιστεύουν ότι τα Ραδιενεργά Κορίτσια δεν χάθηκαν τελείως άδικα. Ο αγώνας τους εναντίον ενός αντιπάλου που τις παραπλάνησε και τελικά τις σκότωσε, οδήγησε στην αλλαγή της εργατικής νομοθεσίας σε σχέση με τα τοξικά υλικά και παρόλο που η US Radium συνέχισε να παράγει ρολόγια που φέγγουν στο σκοτάδι χρωματισμένα με ραδιούχο διάλυμα, καμία εργάτρια δεν παρουσίασε συμπτώματα μόλυνσης ξανά. Ακόμα και σήμερα, στα μνήματα των εργατριών που νόσησαν λόγω της δουλειάς τους, οι δείκτες στους μετρητές Γκάιγκερ ανεβαίνουν ανησυχητικά. Και λένε με τον τρόπο τους την ιστορία των κοριτσιών που είχαν κάποτε τη λάμψη, όχι μόνο της ραδιενέργειας, αλλά και της νιότης τους.