Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Serengeti National Park. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Serengeti National Park. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

Serengeti National Park

Serengeti National Park
Εθνικό Πάρκο Σερενγκέτι




Το Εθνικό Πάρκο Σερενγκέτι (Serengeti National Park) είναι εθνικό πάρκο στην Τανζανία, στις περιοχές Μάρα και Σιμίγιου.Το πάρκο είναι γνωστό για την ετησία μετανάστευση πάνω από ενός εκατομμυρίου γκνου και 250.000 ζεβρών και των σαρκοφάγων ζώων που τρέφονται από αυτά σε μια διαδρομή μήκους περίπου 1.000 χιλιομέτρων σε Τανζανία και Κένυα.






Το πάρκο καλύπτει 14.750 τετραγωνικά χιλιόμετρα και περιλαμβάνει πεδιάδες, σαβάνες, και δασώδεις εκτάσεις. Το πάρκο βρίσκεται στη βορειοδυτική Τανζανία και το βόρειο άκρο του φτάνει στα σύνορα με την Κένυα, όπου βρίσκεται το Εθνικό Καταφύγιο Μασάι Μάρα. Στα νοτιοανατολικά του πάρκου βρίσκεται η Περιοχή Διατήρησης Νγκορονγκόρο.






Οι Μασάι έβοσκαν τα ζώα τους στις ανοικτές πεδιάδες της ανατολικής περιοχής Μάρα, την οποία ονόμαζαν «ατελείωτη πεδιάδα» περίπου 200 χρόνια πριν ο πρώτος Ευρωπαίος εξερευνητής, ο Αυστριακός Όσκαρ Μπάουμαν, επισκευτεί την περιοχή το 1892. 






Το όνομα «Σερενγκέτι» αποτελεί προσεγγιστική απόδοση της λέξης που χρησιμοποιούν οι Μασάι για να περιγράψουν την περιοχή, σιρινγκέτ, η οποία σημαίνει «το μέρος με την ατελείωτη γη».






Ο πρώτος Βρετανός που έφτασε στο Σερενγκέτι, ο Στίουαρτ Έντουαρτ Γουάιτ, κατέγραψε τις εξερευνήσεις του στο βόρειο Σερενγκέτι το 1913. Επέστρεψε στο Σερενγκέτι τη δεκαετία του 1920 και κατασκήνωση στην περιοχή Σερονέρα για τρεις μήνες. 






Κατά τη διάρκεια της παραμονής του, αυτός και οι σύντροφοί του πυροβόλησαν 50 λιοντάρια. Επειδή το κυνήγι λιονταριών τα κατέστησε σπάνια, η βρετανική αποικιακή διοίκηση δημιούργησε ένα μερικό καταφύγιο άγριων θηραμάτων το 1921 και ένα πλήρες το 1929. Αυτές οι πράξεις ήταν η βάση για τη δημιουργία του Εθνικού Πάρκου Σερενγκέτι το 1951.

Για τη διατήρηση της άγριας ζωής, οι Βρετανοί εξεδίωξαν τους Μασάι από το πάρκο το 1959 και τους επανεγκατέστησαν στην περιοχή διατήρησης Νγκορονγκρόρο. Η κίνηση αυτή εξακολουθεί να θεωρείται αμφιλεγόμενη, υποστηρίζοντας ότι υπήρξε εξαναγκασμός και εξαπάτηση από τις αποικιακές αρχές.