Το Ευαγγέλιο του Ιούδα
Ποιο είναι το Ευαγγέλιο του Ιούδα και τι λέει για τον Ιησού, Ο Ιούδας ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού;
Ποιος «Ιούδας» έγραψε το ευαγγέλιο του Ιούδα;
«Ποιος Ιούδας έγραψε το ευαγγέλιο του Ιούδα», είναι ενδιαφέρον ερώτημα προς διερεύνηση. Και τούτο, διότι, μετά την πρόσφατη δημοσίευση του πολύκροτου αυτού «Ευαγγελίου» όπως παρουσιάζεται και λέγεται, έχουν δημιουργηθεί πολλά ερωτηματικά και αρκετές απορίες, γύρω απ’ αυτό το έργο και τον συγγραφέα του.
Κατά τους εκδότες του έργου αυτού, συγγραφέας του αφήνεται να υπονοείται, ο ίδιος ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο προδότης της εμπιστοσύνης του Ιησού, αφού φέρεται να συνομιλεί μαζί του και μάλιστα, ο Ιησούς ο ίδιος να του υποδεικνύει να πάει να τον «προδώσει»-παραδώσει στους εχθρούς του πρωθιερείς, και Φαρισαίους, για να λυτρώσει έτσι την ψυχή ή το πνεύμα του Ιησού, από το σώμα του, όπου ήταν εγκλωβισμένη η ψυχή.
Βέβαια, πουθενά στο έργο δεν αναγράφεται σε πρώτο πρόσωπο «εγώ ο Ιούδας το έγραψα», ούτε φέρει κάποιο χαιρετισμό ή κατακλείδα που να αποκαλύπτει την ταυτότητα του συγγραφέα του έργου, που δεν διαφυλάχτηκε και σε καλή κατάσταση (ανασυντέθηκε με βοήθεια κομπιούτερ το 80% του κειμένου),
Τα ερωτήματα που εγείρονται είναι: Είναι αυτό το κείμενο, κείμενο του 1ου μ.Χ. αιώνα; Γράφτηκε από τον ίδιο τον Ιούδα τον Ισκαριώτη ή από κάποιον άλλον; Μπορεί να χαρακτηριστεί ως ευαγγέλιο; Τι αποκαλύπτει το περιεχόμενό του για την ταυτότητα του συγγραφέα;
«Ποιος Ιούδας έγραψε το ευαγγέλιο του Ιούδα», είναι ενδιαφέρον ερώτημα προς διερεύνηση. Και τούτο, διότι, μετά την πρόσφατη δημοσίευση του πολύκροτου αυτού «Ευαγγελίου» όπως παρουσιάζεται και λέγεται, έχουν δημιουργηθεί πολλά ερωτηματικά και αρκετές απορίες, γύρω απ’ αυτό το έργο και τον συγγραφέα του.
Κατά τους εκδότες του έργου αυτού, συγγραφέας του αφήνεται να υπονοείται, ο ίδιος ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο προδότης της εμπιστοσύνης του Ιησού, αφού φέρεται να συνομιλεί μαζί του και μάλιστα, ο Ιησούς ο ίδιος να του υποδεικνύει να πάει να τον «προδώσει»-παραδώσει στους εχθρούς του πρωθιερείς, και Φαρισαίους, για να λυτρώσει έτσι την ψυχή ή το πνεύμα του Ιησού, από το σώμα του, όπου ήταν εγκλωβισμένη η ψυχή.
Βέβαια, πουθενά στο έργο δεν αναγράφεται σε πρώτο πρόσωπο «εγώ ο Ιούδας το έγραψα», ούτε φέρει κάποιο χαιρετισμό ή κατακλείδα που να αποκαλύπτει την ταυτότητα του συγγραφέα του έργου, που δεν διαφυλάχτηκε και σε καλή κατάσταση (ανασυντέθηκε με βοήθεια κομπιούτερ το 80% του κειμένου),
Τα ερωτήματα που εγείρονται είναι: Είναι αυτό το κείμενο, κείμενο του 1ου μ.Χ. αιώνα; Γράφτηκε από τον ίδιο τον Ιούδα τον Ισκαριώτη ή από κάποιον άλλον; Μπορεί να χαρακτηριστεί ως ευαγγέλιο; Τι αποκαλύπτει το περιεχόμενό του για την ταυτότητα του συγγραφέα;
Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα πρώιμο κείμενο του γνωστικού χριστιανισμού που χρησιμοποιούσαν οι Καϊνίτες, μια πρώιμη χριστιανική γνωστική ομάδα και αποτελεί τμήμα ενός κώδικα γνωστού ως Codex Tchacos.
Το εκτιμούμενο χρονικό βάθος του ευαγγελίου του Ιούδα είναι το 130-170 Κ.Ε.. Πιθανώς γράφτηκε αρχικά στην Ελληνιστική Κοινή γλώσσα, αλλά το μόνο γνωστό χειρόγραφο είναι γραμμένο στην Κοπτική γλώσσα.
Υπάρχουν περίπου 50 έργα υποτιθέμενα "ευαγγέλια" της πρώιμης εκκλησίας. Μόνον για 20 από αυτά τα ευαγγέλια υπάρχουν επιπλέον μαρτυρίες, ενώ τα τέσσερα είναι τα γνωστά κανονικά ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη. Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα από τα 16 άλλα ευαγγέλια για τα οποία υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες σε άλλα κείμενα της πρώιμης εκκλησίας.
Ο Ειρηναίος επίσκοπος της Λυόν, μαρτυρεί την υπάρξη του ευαγγελίου στην πραγματεία του (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως), κοινώς γνωστή ως (Κατά των Αιρέσεων). Μολονότι φαίνεται ότι γράφτηκε αρχικά στην Ελληνική περίπου το 180, σώζεται μόνον η λατινική μετάφραση του 4ου αιώνα. Σε παραρτήματα της πραγματείας του σχετικά με τους «Γνωστικούς» και άλλους πιστούς του γνωστικισμού, τους επονομαζόμενους «οφίτες» της ύστερης χριστιανικής παράδοσης, ο Ειρηναίος φαίνεται πως τους θεωρεί ως έναν από τους ποικίλους κλάδους των Γνωστικών. Συνοψίζει κάποια από τα κηρύγματά τους ως εξής:
Κι άλλοι λέγουν ότι ο Κάιν προερχόταν από τον ανώτερο κόσμο της απόλυτης δύναμης και ομολογούν ότι ο Ησαύ, ο Κορέ, οι Σοδομίτες και όλα τα παρόμοια πρόσωπα είναι ίδια με αυτούς. Για αυτόν το λόγο τους μίσησε ο δημιουργός τους, παρόλο που κανένας τους δεν υπέστη ζημία. Γιατί η Σοφία ξαναπήρε από αυτούς ό,τι της ανήκε. Και ο Ιούδας, ο προδότης, τα γνώριζε πολύ καλά όλα αυτά, όπως λέγεται και μόνον εκείνος είχε πληροφορηθεί την αλήθεια, όπως κανένας άλλος, φέροντας έτσι εις πέρας το μυστήριο της προδοσίας. Εξαυτού, όλα τα πράγματα, επίγεια και επουράνια, οδηγήθηκαν στη διάλυση. Και παρουσιάζουν ένα πλαστούργημα για αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο αποκαλούν (Το ευαγγέλιο του Ιούδα).
Σύμφωνα με τον Ειρηναίο, η συγκεκριμένη γνωστική ομάδα στοχεύει στην επανεξέταση των εβραϊκών και χριστιανικών απόψεων περί θείας σωτηρίας. Ήρωες των εβραϊκών Γραφών όπως ο Ησαύ, ο Κορέ και οι Σοδομίτες -σκοτεινές φυσιογνωμίες από την οπτική γωνία της ορθόδοξης χριστιανικής και άλλων παραδόσεων- χαρακτηρίζονται ως υπηρέτες της «υπέρτατης απόλυτης δύναμης». Αυτή η δύναμη, που αντιπροσωπεύεται από τη γνωστική εικόνα της Σοφίας, δεν ταυτίζεται με το δημιουργό Θεό της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, ο οποίος αποκαλείται ο «δημιουργός τους». Σε αυτή την επανεξέταση φαίνεται πως περιλαμβανόταν και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Σύμφωνα με τα κείμενα του κώδικα θεωρείται ξεχωριστός από τους μαθητές, που κατείχε τη γνώση «σχετικά με αυτά τα πράγματα». Συνεπώς, η πράξη του παρουσιάζεται ως ένα «μυστήριο» που οδηγεί στη διάλυση όλων των επίγειων και των επουράνιων πραγμάτων, δηλαδή όλων των έργων του «δημιουργού» ή του κυβερνήτη αυτού του κόσμου.
Από τον 3ο αιώνα και μετά, αυτή η ομάδα γνωστικών ονομαζόταν «καϊνίτες» («οπαδοί του Κάιν"), από τους χριστιανούς συγγραφείς, όπως ο Κλήμης Αλεξανδρείας. Αλλά οι περισσότεροι από αυτούς τους μεταγενέστερους χριστιανούς συγγραφείς βασίζονται στην αφήγηση του Ειρηναίου. Μόνον η ανώνυμη πραγματεία του 3ου αιώνα υπό τον τίτλο Κατά πασών των αιρέσεων, η οποία αποδόθηκε εσφαλμένα στον Τερτυλλιανό, και η αφήγηση του Επιφάνειου Σαλαμίνoς, προσφέρουν επεξηγήσεις καθώς και άλλες πληροφορίες σχετικά με τη διαφορετική σκοπιά από την οποία εξετάζεται η προδοσία του Ιούδα στα πλαίσια αυτού του κύκλου Στο δεύτερο κεφάλαιο αυτής της πραγματείας, ο ψευδοΤερτυλλιανός εκφράζει τις απόψεις του για τα κηρύγματα των Καϊνιτών:
Επιπλέον, εμφανίστηκε άλλη μια αίρεση, η αίρεση των καϊνιτών. Και ο λόγος που ονομάζονται έτσι, είναι γιατί εξυψώνουν τον Κάιν ως να ήταν γέννημα κάποιας ισχυρής ηθικής δύναμης που λειτουργούσε εντός του. γιατί ο Άβελ είχε γεννηθεί από μια κατώτερη δύναμη και αποδείχτηκε φυσικά κατώτερος. Εκείνοι που υποστηρίζουν αυτή την πιθανότητα, υποστηρίζουν τον προδότη Ιούδα, λέγοντάς μας ότι είναι αξιοθαύμαστος και μέγας, χάρη στα οφέλη για τα οποία τον υμνούν ότι χάρισε στην ανθρωπότητα. Γιατί ορισμένοι από αυτούς πιστεύουν ότι πρέπει να αποδίδονται ευχαριστίες στον Ιούδα για αυτό το γεγονός. Ο Ιούδας, λένε, βλέποντας ότι ο Χριστός ήθελε να ανατρέψει την αλήθεια, τον πρόδωσε, έτσι ώστε να μην μπορέσει να παραποιηθεί η αλήθεια. Και κάποιοι άλλοι επιχειρηματολογούν εναντίον τους και λένε: Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι δυνάμεις αυτού του κόσμου δεν ήθελαν να υποφέρει ο Χριστός, από φόβο μήπως ο θάνατός του προετοιμάσει τη σωτηρία της ανθρωπότητας, αυτός, αγωνιζόμενος για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, πρόδωσε τον Χριστό, έτσι ώστε να εξαφανίσει κάθε πιθανότητα να εμποδιστεί η σωτηρία, πράγμα το οποίο έκαναν οι δυνάμεις που ήταν αντίθετες στα πάθη του Χριστού. Έτσι, λοιπόν, μέσα από τα πάθη του Χριστού, θα εξαλειφόταν κάθε πιθανότητα να καθυστερήσει η σωτηρία της ανθρωπότητας.
Το πρόβλημα δηλαδή στο κείμενο αυτό είναι,«η σωτηρία του Χριστού και όχι η σωτηρία των ανθρώπων». Συμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή της Εισαγωγής και ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. Ιωάννη Καραβιδόπουλο, η Εκκλησία δεν το δέχθηκε, επειδή «στηρίζεται στην ιστορική παρουσία του Ιησού και στο σωτηριολογικό του έργο μέσα στην ιστορία, ενώ το κείμενο αδιαφορεί για την ιστορία.(Επίσης), απαξιώνει το ανθρώπινο σώμα και προτείνει την καταστροφή του είτε με συνεπή εγκρατητισμό είτε με ξέφρενη ακολασία, ενώ η Εκκλησία κάνει λόγο για εξαγιασμό όλου του ανθρώπου (σώματος και ψυχής).Το κείμενο δέχεται ένα Χριστό φαινομενικά και όχι πραγματικά ενανθρωπήσαντα σε αντίθεση με το Χριστό της Εκκλησίας,αληθινό Θεό και αληθινό άνθρωπο που σώζει τον κόσμο και όχι βέβαια τον εαυτό του. Τέλος το απόκρυφο του Ιούδα τελειώνει με την προδοσία και δεν προχωρά παραπέρα. Τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης αποκορυφώνονται στη Σταύρωση και εν συνεχεία στην Ανάσταση του Χριστού δίνοντας ένα μήνυμα ελπίδας στον άνθρωπο της εποχής τους και της εποχής μας».
Οι πάπυροι στους οποίους γράφτηκε το ευαγγέλιο είναι αποσπασματικοί και ορισμένα τμήματά τους λείπουν. Σύμφωνα με τον Ρούντολφ Κασσέρ ο κώδικας περιείχε αρχικά 62 σελίδες, αλλά όταν έφθασε στην αγορά το 1999, μόνον 25 σελίδες υπήρχαν, καθώς σκόρπια τμήματα πουλήθηκαν στην γκρίζα αγορά της αρχαιοκαπηλείας.
Επανανακάλυψη
Τον Απρίλιο του 2000 μια άλλη έμπορος αρχαιοτήτων, η Φρίντα Νούσμπεργκερ-Tσάκος, αγοράζει τον κώδικα από τον Αιγύπτιο έμπορο αρχαιοτήτων. Τον ίδιο μήνα η Βιβλιοθήκη Σπάνιων Βιβλίων και Χειρογράφων Μπάινικι μέσω του Στήβεν Έμμελ του πανεπιστημίου Γέιλ -κατά παραγγελία του πανεπιστήμίου Σάουθερν Μεθόδιστ- επιβεβαιώνει ότι ο κώδικας περιέχει το ευαγγέλιο του Ιούδα. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια πώλησης του χειρογράφου η Τσάκος μεταβιβάζει τον κώδικα στο ίδρυμα Maecenas Foundation for Ancient Art, στη Βασιλεία της Ελβετίας.
Το ίδρυμα Μαικήνας απευθύνεται σε έναν ειδήμονα επί της κοπτικής γραμματείας, τον Ρούντολφ Κασσέρ, προκειμένου να αρχίσει η διαδικασία της μετάφρασης του κώδικα από την Κοπτική. Ο Κασσέρ με τη σειρά του ζήτησε τη βοήθεια της ελβετίδας Φλοράνς Νταρμπρ και του Γκρέγκορ Βουρστ, ειδικού στην κοπτική γραμματεία, από το πανεπιστήμιο του Άουγκσμπουργκ στη Γερμανία, για την ανασύνθεση των 26 σελίδων του κώδικα, με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού που αποδελτιώνει κείμενα, εντοπίζει τα κενά και επιχειρεί τον ανασυνδυασμό τους με το υπάρχον κείμενο. Επιλέγοντας από τους προτεινόμενους συνδυασμούς του ηλεκτρονικού υπολογιστή εκείνους που συμφωνούσαν με τη φορά των ινών του παπύρου, οι Νταρμπρ, Βουρστ και Κασσέρ κατάφεραν να ανασυνθέσουν το μεγαλύτερο ποσοστό (80%) των κειμένων του χειρογράφου μετά από πέντε χρόνια προσπάθειας. Μισή σελίδα που είχε αποσπαστεί από το ευαγγέλιο ανακαλύφθηκε στη Νέα Υόρκη, φωτογραφήθηκε και εντάχθηκε στο μεταφραστικό πρόγραμμα.
Σε ό,τι αφορά στην χρονολόγησή του, η ραδιοχρονολόγηση του παπύρου από το πανεπιστήμιο της Αριζόνα τοποθέτησε το κείμενο μεταξύ του 220 και του 340 Κ.Ε.. Η επιβεβαίωση της τιμής που έδωσε η ραδιοχρονολόγηση έγινε μέσω της ανάλυσης της μελάνης, η οποία σύμφωνα με την McCrone Associates Inc., στο Σικάγο, φαίνεται να περιέχει συστατικά που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή μελάνης κατά τον 3ο και 4ο αιώνα Κ.Ε. Τον Απρίλιο του 2006 ο κώδικας παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του κοινού στα κεντρικά γραφεία της National Geographic Society, στην Ουάσιγκτον.