Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

The Cotton Castle

The Cotton Castle
Pamukkale
Το κάστρο από βαμβάκι




Το Pamukkale , που σημαίνει "κάστρο βαμβάκι" στα τουρκικά , είναι μια φυσική περιοχή στην επαρχία Denizli στη νοτιοδυτική Τουρκία . Η περιοχή είναι γνωστή για τις θερμές πηγές της και τις τεράστιες λευκές βεράντες της τραβερτίνης , ένα ανθρακικό άλας που αφήνεται από το ρέον νερό.  Βρίσκεται στην περιοχή του Εσωτερικού Αιγαίου της Τουρκίας , στην κοιλάδα του ποταμού Menderes , η οποία έχει ένα εύκρατο κλίμα για το μεγαλύτερο μέρος του έτους.






Η αρχαία ελληνορωμαϊκή πόλη της Ιεράπολης χτίστηκε πάνω από το λευκό κάστρο που είναι συνολικά περίπου 2.700 μέτρα μήκος, 600 μέτρα πλάτος και 160 μέτρα ύψος. Μπορεί να δει από τους λόφους στην αντίθετη πλευρά της κοιλάδας στην πόλη Denizli , 20 χιλιόμετρα μακριά.






Γνωστή ως Pamukkale (Κάστρο Βαμβάκι) ή αρχαία Ιεράπολη (Ιερά Πόλη), αυτή η περιοχή έχει σχηματίσει τις ιαματικές πηγές της από την εποχή της κλασικής αρχαιότητας . Το τουρκικό όνομα αναφέρεται στην επιφάνεια του αστραφτερού, ασβεστωμένου ασβεστόλιθου, που διαμορφώθηκε πάνω από χιλιετίες από πλούσιες σε ασβέστιο πηγές. 






Βράζοντας αργά κάτω από τη μεγάλη πλαγιά του βουνού, πλούσια σε μεταλλικά νερά αφρού και συλλέγονται σε βεράντες, που διαχέονται πάνω από καταρράκτες σταλακτιτικών σε γαλακτώδεις πισίνες κάτω. Ο θρύλος λέει ότι οι σχηματισμοί είναι βαμμένο βαμβάκι (η κύρια καλλιέργεια της περιοχής) που οι γίγαντες έμειναν έξω για να στεγνώσουν. 






Ο τουρισμός είναι και υπήρξε μια μεγάλη βιομηχανία στην περιοχή εδώ και χιλιάδες χρόνια, λόγω της έλξης των θερμικών πισίνων. Πρόσφατα στα μέσα του 20ου αιώνα, τα ξενοδοχεία χτίστηκαν πάνω από τα ερείπια της Ιεράπολης, προκαλώντας σημαντικές ζημιές. 







Ένας δρόμος προσέγγισης χτίστηκε από την κοιλάδα πάνω από τις βεράντες, και τα μοτοποδήλατα επιτρέπεται να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν στις πλαγιές. Όταν η περιοχή ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, τα ξενοδοχεία κατεδαφίστηκαν και ο δρόμος αφαιρέθηκε και αντικαταστάθηκε με τεχνητές πισίνες. 











Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

Cristo Redentor



Cristo Redentor
Ο Χριστός ο Λυτρωτής

Άγαλμα του Χριστού Λυτρωτή







Η πόλη των αντιθέσεων με τις φαβέλες από τη μια και τις εξωτικές παραλίες της Κόπα Καμπάνα και της Ιπανέμα από την άλλη, έχει ως έμβλημά της το άγαλμα του Χριστού.
Η θέα είναι μαγευτική. Οι επισκέπτες για να φτάσουν στην κορυφή του όρους Κορκοβάντο πρέπει να ανέβουν 200 σκαλοπάτια. Όσοι όμως δεν αντέχουν την ανάβαση, μπορούν να χρησιμοποιήσουν ανελκυστήρες και κυλιόμενες σκάλες.
Το άγαλμα του Χριστού Λυτρωτή με τα χέρια ανοιχτά σχεδίασε ο Βραζιλιάνος μηχανικός Heitor da Silva Costa και το δημιούργησε ο Γάλλος γλύπτης Paul Landowski. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί η κατασκευή του. Τα αποκαλυπτήρια του έγιναν στις 12 Οκτωβρίου 1931. Θεωρείται ένα από τα σύγχρονα θαύματα του κόσμου.








Το Άγαλμα του Χριστού Λυτρωτή (Cristo Redentor στα πορτογαλικά) είναι ψηλό άγαλμα το οποίο εικονίζει τον Ιησού Χριστό με απλωμένα τα χέρια και βρίσκεται στην κορυφή του λόφου Κορκοβάντο (Corcovado), πάνω από το Ρίο ντε Τζανέιρο, στο εθνικό πάρκο του Δάσους Τιζούκα (Tijuca). Στέκεται με απλωμένα τα χέρια σαν να καλωσορίζει τον κόσμο, σε ύψος 710 μέτρων. Έχει ύψος 32 μέτρα, ζυγίζει 1.000 τόνους και μάλιστα είναι εγκατεστημένο με τρόπο ώστε να ατενίζει την πόλη του Ρίο.







Το άγαλμα θεμελιώθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1931. Είχε διοργανωθεί εντυπωσιακή τελετή εγκαινίων παρουσία του προέδρου της τοπικής κυβέρνησης Τζετούλιο Βάργκα και του καρδινάλιου Σεμπαστιάο Λέμε. Οι οργανωτές και οι εμπνευστές του μνημειώδους αγάλματος ήθελαν να εντυπωσιάσουν το κοινό από την πρώτη μέρα που θα στηνόταν στην κορυφή του βουνού. Είναι χαρακτηριστικό ότι για το φωτισμό του αγάλματος του Χριστού εκείνη την ημέρα είχαν σχεδιάσει να ανάψει με τρόπο φαντασμαγορικό: τα φώτα θα τα άναβε ο πρωτοπόρος Γουλιέλμος Μαρκόνι από το αγκυροβολημένο σκάφος του στη Νάπολι της Ιταλίας. Θα έστελνε ηλεκτρικό σήμα σε ένα σταθμό στο Ντόρτσεστερ της Αγγλίας και αυτό με τη σειρά του θα μεταφερόταν σε μια κεραία στο Jacarepagua στο Ρίο, απ' όπου θα άναβαν τα φώτα του αγάλματος. Ωστόσο, ο καιρός δεν βοήθησε, το σήμα ήταν αδύναμο, και τα φώτα τα άναψαν οι τεχνικοί του Ρίο.








Η ιδέα για το μνημείο
Λεπτομέρεια του προσώπου του αγάλματος όπου φαίνεται το ψηφιδωτό της κατασκευής.
Από το 1850 είχε στο μυαλό της η θρησκευτική ηγεσία στο Ρίο την ιδέα να κατασκευαστεί ένα μεγάλο άγαλμα πάνω στο βουνό Κορκοβάντο. Μεταξύ του 1850 και 1860, ο καθολικός ιερέας Μαρία Μπος ζήτησε οικονομική βοήθεια από την πριγκίπισσα Ιζαμπέλ της Πορτογαλίας προκειμένου να ανεγείρει ένα θρησκευτικό μνημείο. Η πριγκίπισσα ωστόσο δεν πολυσκέφτηκε την ιδέα. Έτσι, τα σχέδια για θρησκευτικό μνημείο ακυρώθηκαν το 1889 όταν η Βραζιλία έγινε δημοκρατία και η Εκκλησία διαχωρίστηκε από την πολιτεία.







Η πρόταση για ένα αξιοθέατο πάνω στο βουνό επανήλθε το 1921. Τότε ο αρχιεπίσκοπος του Ρίο ντε Τζανέιρο οργάνωσε μία Εβδομάδα Μνημείων (Semana do Monumento) προκειμένου να προσελκύσει δωρεές κυρίως από καθολικούς της Βραζιλίας. Τα σχέδια για το άγαλμα του Χριστού περιελάμβαναν μεταξύ άλλων έναν σταυρό και ένα άγαλμα του Χριστού ο οποίος θα κρατούσε μια σφαίρα στα χέρια του. Τελικά επελέγη το άγαλμα του Χριστού Λυτρωτή με τα χέρια ανοιχτά. Αλλά και πάλι δεν ήταν όλα έτοιμα για την ανέγερσή του. Το 1922 πολίτες και κληρικοί συγκέντρωσαν 20.000 υπογραφές και με αυτόν τον τρόπο ζήτησαν από τον πρόεδρο Επιτάσιο Πεσόα την ανέγερση του αγάλματος.







Ανέγερση
Ο θεμέλιος λίθος για το μεγάλο οικοδόμημα μπήκε στο βουνό Κορκοβάντο στις 4 Απριλίου 1922. Ο Βραζιλιάνος μηχανικός Έτορ Ντα Σίλβα Κόστα ήταν αυτός που επελέγη για να επιβλέψει την κατασκευή του αγάλματος, ενώ τα σχέδια ήταν του Γάλλου γλύπτη Πολ Λαντοβσκί. Μάλιστα, ο μηχανικός ταξίδεψε στην Ευρώπη για να μελετήσει τα θέματα κατασκευής και εκεί επέλεξε τον γλύπτη Λαντοβσκί. Οι εργασίες για την ανέγερση του Χριστού Λυτρωτή διήρκεσαν συνολικά 5 χρόνια, από το 1926 έως το 1931. Σύμμαχος των εμπνευστών του έργου ήταν ο σιδηρόδρομος του Κορκοβάντο. Όπως αποδείχτηκε ήταν ιδανικός για να μεταφερθούν εύκολα και με ασφάλεια οι μεγάλοι ογκόλιθοι για την κατασκευή του αγάλματος πάνω στο βουνό. Η πέτρα για το μνημείο προέρχεται από την πόλη Λίμχαμ (προάστιο του Μάλμε) της Σουηδίας. Όταν ολοκληρώθηκε, ήταν το μεγαλύτερο γλυπτό αρτ ντεκό στον κόσμο.


Σήμερα η ανάβαση των επισκεπτών στο βουνό για να δουν το άγαλμα γίνεται πλέον με σύγχρονα μέσα, με ανελκυστήρες που προσφέρουν πανοραμική θέα και κυλιόμενες σκάλες. Έτσι, οι επισκέπτες δεν αντιμετωπίζουν πλέον τη δυσκολία να ανέβουν τα 220 σκαλιά για να φτάσουν στη βάση του αγάλματος. Τρεις είναι οι πανοραμικοί ανελκυστήρες που ανεβάζουν τους επισκέπτες στο άγαλμα του Χριστού. Ο καθένας μπορεί να μεταφέρει 14 άτομα. Η πρόσβαση στους ανελκυστήρες είναι εύκολη και γι' αυτούς που φτάνουν με αυτοκίνητο και γι' αυτούς που φτάνουν με τρένο. Επιπλέον, υπάρχουν και τέσσερις κυλιόμενες κλίμακες πλάτους 4 μέτρων, οι οποίες μπορούν να μεταφέρουν έως και 9.000 επισκέπτες την ώρα. Η μόνη δυσκολία που έχουν να ξεπεράσουν πλέον οι τουρίστες, είναι το πώς θα καταφέρουν να έχουν μέσα στη φωτογραφία ολόκληρο το άγαλμα. Και αυτό διότι είναι τόσο ογκώδες και ψηλό που πρέπει να ξαπλώνουν στο έδαφος για να το φωτογραφίσουν. Τους αποζημιώνει ωστόσο η εκπληκτική θέα από την κορυφή. Στη βάση του αγάλματος υπάρχει σήμερα ένα μικρό παρεκκλήσι.

















Ο μεγαλοπόδαρος

Ο μεγαλοπόδαρος
Ένα ον που προβληματίζει τους επιστήμονες.




Το πλέον διάσημο πλάσμα της Κρυπτοζωολογίας (κλάδος της ζωολογίας η οποία μελετάει την τυχόν ύπαρξη παράξενων και πολλές φορές αλλόκοτων πλασμάτων που έχουν καταγραφεί)είναι ο τύπος του πιθηκόμορφου ογκώδους όντος το οποίο ζει σε δασικές και ορεινές περιοχές σε όλο τον κόσμο. Σε κάθε μέρος του κόσμου που εμφανίζεται γίνεται μύθος και παίρνει και διαφορετικό όνομα όπως: στα Ιμαλάια ονομάζεται Yeti στα βραχώδη όρη λέγεται Bigfoot και στην βόρεια Αμερική Sasquatch. Στις περιοχές που εμφανίζεται έχει γίνει θρύλος και φόβητρο για παιδιά και μεγάλους. Αυτά τα ανθρωπόμορφα όντα εμφανίζονται σε περιοχές του πλανήτη με έντονη βλάστηση και αχανείς εκτάσεις όπου μπορούν να κρύβονται , όπως είναι η Σιβηρία και οι χιονισμένες βουνοπλαγιές των Ιμαλαΐων. Οι εμφανίσεις αυτών των όντων αξίζει να σημειωθεί ότι είναι αρκετές.






 Υπάρχει τελικά ο Μεγαλοπόδαρος; Τι λένε οι επιστήμονες της Οξφόρδης

Στη Βόρεια Αμερική τον λένε Μεγαλοπόδαρο και στα Ιμαλάια Γέτι. Υπάρχει, όμως, το πλάσμα αυτό στην πραγματικότητα;

Ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή γενετικής Μπράιαν Σάικς του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, δίνουν την απάντηση.
Το εν λόγω «εξωτικό» πλάσμα είναι πολύ πιο κοινότοπο, καθώς μια ανάλυση DNA από δεκάδες δείγματα που υποτίθεται ότι προέρχονται από το τρίχωμά του, έδειξε ότι δεν είναι παρά τρίχες από κοινά ζώα, όπως αρκούδες, άλογα, αγελάδες, σκύλους, λύκους και κατσίκια.






Ο ισχυρισμός, δηλαδή, περί ύπαρξης του μεγαλοπόδαρου είναι απλά... τρίχες!
Συγκεκριμένα, όπως δημοσιεύεται στο περιοδικό βιολογίας Proceedings of Royal Society B, ανάμεσα στις υποτιθέμενες τρίχες του Γέτι, εκτός από τις τρίχες διαφόρων ζώων, υπήρχαν επίσης ανθρώπινες τρίχες, χορτάρια και υαλονήματα.
«Μην τα παρατάτε, ο Γέτι μπορεί ακόμη να βρίσκεται εκεί έξω», δήλωσε ο Μπράιαν Σάικς, αν και, όπως είπε, όταν ξεκίνησε τη νέα έρευνα, συλλέγοντας δείγματα από μουσεία και ιδιώτες, υπολόγιζε ότι η πιθανότητα επιτυχίας ήταν μόλις 5%.






Όπως ανέφερε, δεν απέκλειε να βρεθεί το γενετικό «αποτύπωμα» κάποιου Νεάντερταλ, ο οποίος μπορεί να έχει επιβιώσει ακόμη κάπου κρυμμένος και να αποτελεί την πηγή για όλες αυτές τις ιστορίες που εξάπτουν τη φαντασία των ανά τον κόσμο φίλων της λεγόμενης κρυπτο-ζωολογίας.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι, από τη μια, έχουν υπάρξει αρκετές αναφορές για θεάσεις μυστηριωδών πλασμάτων ή για εύρεση ασυνήθιστων αποτυπωμάτων στα χιόνια και στα δάση, που δείχνουν ότι πιθανώς υπάρχουν σε διάφορες περιοχές του κόσμου μεγάλα ακόμη άγνωστα πρωτεύοντα.






Από την άλλη, όμως, όπως επισημαίνουν, ούτε σώματα, ούτε πρόσφατα απολιθώματα έχουν βρεθεί που να στηρίζουν αυτή την υπόθεση.
Τελικά, το πιο ενδιαφέρον εύρημα της γενετικής ανάλυσης προέκυψε από δύο δείγματα τριχώματος αρκούδας από το Μπουτάν και τα Ινδικά Ιμαλάια, τα οποία είναι πολύ συγγενικά με το DNA μιας προϊστορικής πολικής αρκούδας που ζούσε στην περιοχή πριν από 40.000 χρόνια - και κάποιος άγνωστος έως σήμερα απόγονός της ίσως κρύβεται κάπου εκεί.