Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

Woodstock

Woodstock
Φεστιβάλ Γούντστοκ

Η Έκθεση Μουσικής & Τέχνης Woodstock, το Φεστιβάλ Woodstock ή απλά το Woodstock, ήταν ένα μουσικό φεστιβάλ στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1969 το οποίο προσέλκυσε ένα ακροατήριο άνω των 400.000 ατόμων.
Προγραμματισμένο για τις 15 και 17 Αυγούστου σε ένα γαλακτοκομικό αγρόκτημα στα βουνά Catskill της νότιας πολιτείας της Νέας Υόρκης, βορειοδυτικά της Νέας Υόρκης, έτρεξε μέχρι και τη Δευτέρα 18 Αυγούστου.





Το Φεστιβάλ Γούντστοκ (Woodstock Festival) ή απλά Γούντστοκ (επισήμως: Woodstock Music & Art Fair) ήταν ένα μουσικό φεστιβάλ που προσέλκυσε ένα ακροατήριο άνω των 400.000 ατόμων και που ήταν προγραμματισμένο να διαρκέσει για τρεις ημέρες σε μία γαλακτοπαραγωγική φάρμα στη Νέα Υόρκη, από τις 15 έως τις 17 Αυγούστου του 1969, αλλά τελικά κράτησε τέσσερις ημέρες, καθώς ολοκληρώθηκε στις 18 Αυγούστου.






Το φεστιβάλ έλαβε χώρα στη γαλακτοκομική φάρμα του Μαξ Γιασγκούρ στο Μπέθελ, το οποίο βρίσκεται 69 χλμ νοτιοδυτικά της κωμόπολης Γούντστοκ της Νέας Υόρκης. Κατά τη διάρκεια του μερικές φορές βροχερού σαββατοκύριακου, 32 καλλιτέχνες έπαιξαν στην ύπαιθρο μπροστά σ' ένα ακροατήριο περισσότερων από 400.000 ανθρώπων. Θεωρείται ευρέως ως μία σημαντική στιγμή στη μουσική ιστορία, καθώς και καθοριστικό σημείο για τη γενιά της αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960.






Το Rolling Stone το κατέγραψε ως μία από τις 50 στιγμές που άλλαξαν την ιστορία του rock and roll. Το γεγονός καταγράφτηκε στο βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ Γούντστοκ (Woodstock, 1970), στο συνοδευτικό soundtrack και στο τραγούδι Woodstock της Τζόνι Μίτσελ, το οποίο αναφέρεται στο γεγονότος και έγινε μεγάλη επιτυχία για τους Crosby, Stills, Nash & Young και τους Matthews Souther.






Η αρχική ιδέα ήταν καθαρά κερδοσκοπική. Ο 24χρονος μουσικός παραγωγός Μάικλ Λανγκ, ο συνομήλικός του Τζων Ρόμπερτς και οι Άρτι Κόρνφελντ και Τζόελ Ρόουζενμαν, συνεταίροι της εταιρίας Γούντστοκ Βέντσερς, αποφάσισαν να διοργανώσουν ένα υπαίθριο φεστιβάλ της ροκ στο μικρό χωριό Γουόλκιλ, με βασικό σλόγκαν "Τρεις μέρες μουσική και ειρήνη". Στα μέσα Ιουλίου του 1969, συνεργεία γενειοφόρων νεαρών, με περίεργα ρούχα, μπαντάνες και τατουάζ, άρχισαν να διαμορφώνουν το χώρο για τη συναυλία, όταν οι συντηρητικοί αγρότες του Γουόλκιλ τρομοκρατημένοι κατέθεσαν αγωγή για την απαγόρευση της συναυλίας στο όνομα της διασάλευσης της "δημόσιας τάξης". Με βαριά καρδιά, οι οργανωτές αποφάσισαν να μετακινηθούν στο γειτονικό Γούντστοκ, όπου κατάφεραν να νοικιάσουν την τεράστια φάρμα κάποιου γαλακτοπαραγωγού ονόματι Μαξ Γιασγκούρ. Οι επιφυλάξεις τού εβραϊκής καταγωγής κτηματία κάμφθηκαν από το γενναίο χρηματικό δέλεαρ των οργανωτών. Αργότερα, ο ίδιος δήλωσε: "Έκανα μια συμφωνία με τον Μάικ Λανγκ. Αν κάτι πήγαινε στραβά, θα τον κούρευα με την ψιλή.  Αλλά αν όλα τέλειωναν ήσυχα, θα άφηνα τα μαλλιά μου μακριά. Απ' ό,τι φαίνεται, ο Μάικ κέρδισε το στοίχημα, αλλά είμαι τόσο φαλακρός που αμφιβάλλω αν μπορέσω ποτέ να του ξεπληρώσω την οφειλή μου!".






Χίπις στο Φεστιβάλ Γούντστοκ
Η αναγκαστική μετακίνηση του φεστιβάλ επιβάρυνε τον προϋπολογισμό του με 350.000 δολάρια. Χρειάστηκαν υπεράνθρωπες προσπάθειες των κατασκευαστικών συνεργείων για να ολοκληρωθούν οι προετοιμασίες στην ώρα τους. Καθώς έπεφτε ο ήλιος, το βράδυ της Πέμπτης 14 Αυγούστου, παραμονής του φεστιβάλ, οι σκαλωσιές ήταν ακόμα ημιτελείς, η εξέδρα μόλις είχε αρχίσει να φτιάχνεται, τα μεγάφωνα δεν είχαν φτάσει ακόμα και τα συνεργεία ετοιμάζονταν για μία εξοντωτική ολονυχτία. Στην περίμετρο του χώρου μπροστά από την εξέδρα στήθηκαν κέντρα πρώτων βοηθειών υπό την επίβλεψη των 18 γιατρών που είχαν μισθώσει οι οργανωτές, ενώ σε άλλα σημεία φτιάχτηκαν πρόχειρες καντίνες. Για την εξυπηρέτηση των θεατών, στήθηκαν εξακόσιες φορητές τουαλέτες (καταστράφηκαν από τις πρώτες ώρες του φεστιβάλ), πολλές δεξαμενές νερού (εξαιτίας των οποίων δημιουργήθηκαν μικρά έλη στο χώρο του φεστιβάλ, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σαν λασπόλουτρα από τους χίπις), ενώ τα αποθέματα φαγητού εξαντλήθηκαν, επίσης, από τις πρώτες ώρες.






Καθώς η νύχτα απλωνόταν στο φωταγωγημένο Γούντστοκ, ένα εκπληκτικό θέαμα άρχισε να παρουσιάζεται στην εθνική οδό 17Β, που οδηγεί προς το Γούντστοκ. Οι πρώτοι επισκέπτες, που ήρθαν να πιάσουν από νωρίς θέσεις, έστησαν τη σκηνή ή το σλίπινγκ μπανγκ τους μπροστά στην εξέδρα, έγιναν πολλοί, ύστερα πιο πολλοί, ακόμα πιο πολλοί, για να εξελιχθούν σ' ένα εκπληκτικό, πολύχρωμο καραβάνι που κατέκλυσε την εθνική οδό και προκάλεσε ένα ανεκδιήγητο μποτιλιάρισμα. Ένα "καμπριολέ" Citroën 2CV με μωρό στο καροτσάκι τού πίσω καθίσματος, ένα χίπις "σκαραβαίος" με λουλούδια στους προφυλακτήρες, ένα παμπάλαιο φορτηγό με ψυχεδελικά σχέδια στο σασί και με την επιγραφή "Διεύθυνση Ναρκωτικών Νέας Υόρκης" στο παρμπρίζ, θεότρελες μοτοσικλέτες, αυτοκινητάκια των τεσσάρων ή των πέντε ατόμων να κουβαλάνε δέκα ή και δεκαπέντε άτομα, σκαρφαλωμένα στους προφυλακτήρες ή και στον "ουρανό" τους, αμέτρητοι χίπις με μακριά μαλλιά, κελεμπίες, δερμάτινα γιλέκα και χάντρες, ξυπόλητες κοπέλες με μακριά ινδικά φορέματα, κάθε λογής χαϊμαλιά και το σήμα της ειρήνης στο στήθος, άτομα με προβιές και περίεργα κοπέλα, αμερικανικές σημαίες ανάκατες με σημαίες των Βιετκόνγκ, πλανόδιοι πωλητές χοτ ντογκ, μπίρας, προφυλακτικών και LSD. Στην τελευταία διασταύρωση πριν από το χώρο του φεστιβάλ, το ανεπανάληπτο αυτό καραβάνι άφηνε την εθνική οδό και κατευθυνόταν προς το Γούντστοκ μέσω ενός αγροτικού δρόμου, που είχε μετονομαστεί από τους οργανωτές σε "Οδό Ευτυχίας".






Ήδη, τη νύχτα της παραμονής, οι κατασκηνωτές είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν το πρώτο, εκτός προγράμματος "υπερθέαμα", καθώς πελώριοι γερανοί, ύψους 35 μέτρων, μετέφεραν εργάτες, ηχεία και προβολείς που κρέμονταν από το βίντσι και αιωρούνταν στο κενό πάνω από την κεντρική εξέδρα. Το πρωί της Παρασκευής οι κατασκηνωτές ξύπνησαν σε ένα αναπάντεχα αλλοιώτικο τοπίο. Όχι μόνο γιατί περιβάλλονταν από κάθε λογής εντυπωσιακές κατασκευές -γεωδαισικούς θόλους από πλαστικό, πολύχρωμες τέντες, κεκλιμένους πύργους, ξύλινες καλύβες καλυμμένες με ξερά φύλλα, ινδιάνικες σκηνές διακοσμημένες με κουρέλια, αιώρες και "σπίτια" πάνω στα δέντρα- αλλά κυρίως γιατί διαπίστωσαν ότι το χτεσινό "ποτάμι" της εθνικής οδού σχημάτιζε πλέον μία εκπληκτική λαοθάλασσα. Αρχικά, οι οργανωτές έβαλαν εισιτήριο και τοποθέτησαν φράκτες περιμετρικά του χώρου, όμως, όταν έμαθαν για τον αριθμό των θεατών, έκοψαν τους φράκτες και σταμάτησαν να εκδίδουν εισιτήρια, ώστε να μη δημιουργηθούν συμπλοκές. Αργά το απόγευμα, τα μεγάφωνα προκάλεσαν θύελλα ενθουσιασμού στο πλήθος αναγγέλλοντας: "Είμαστε κιόλας 250.000 άνθρωποι, τι λέω, 500.000 άνθρωποι!". Από ασήμαντο χωριουδάκι, το Γούντστοκ έγινε, έστω για τρεις μέρες μόνο, η τρίτη σε πληθυσμό πόλη στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Εκατοντάδες χιλιάδες άτομα παρέμειναν μποτιλιαρισμένα στο δρόμο, καθώς ήταν αδύνατο να προσεγγίσουν τον χώρο του φεστιβάλ.






Ο Ρίτσι Χέιβενς στο φεστιβάλ του Γούντστοκ
Το απομεσήμερο της Παρασκευής, 15 Αυγούστου, η διάσημη τραγουδίστρια της ροκ Τζάνις Τζόπλιν, αγουροξυπνημένη ακόμα, προσπαθούσε να τονωθεί μ' έναν πικρό καφέ καθώς το νοικιασμένο ελικόπτερο στο οποίο επέβαινε πετούσε πάνω από τα καταπράσινα λιβάδια της περιοχής Μπέθελ. Η Αμερικανίδα τραγουδίστρια είχε άσχημα προαισθήματα, καθώς κοίταξε τον ολοένα και πιο βαρύ ουρανό της βορειοανατολικής πολιτείας. Ξαφνικά, ο πιλότος έγειρε προς το μέρος της λέγοντας: "Να 'μαστε! Κοίταξε εκείνο το λόφο εκεί κάτω, τον μοναδικό που δεν είναι πράσινος. Όλοι αυτοί είναι άνθρωποι και σε περιμένουν". Η Τζόπλιν έτριψε τα μάτια της για να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρευόταν: Κάτω από τα πόδια της, μία τεράστια έκταση 2.400 στρεμμάτων καλύφθηκε από ένα πυκνό, πολύχρωμο "δάσος" 500.000 ανθρώπων. Μόλις τότε άρχισε να υποψιάζεται ότι αυτό που την περίμενε δεν ήταν μία ακόμα συναυλία σαν τις άλλες, αλλά το ραντεβού μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς του μπέιμπι μπουμ και της αμφισβήτησης, της ροκ και της μαριχουάνας, του πολιτικού ριζοσπαστισμού και της σεξουαλικής επανάστασης.






Ο ήλιος έδυσε πίσω από δυσοίωνα σύννεφα, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Η συναυλία άρχισε μέσα σε ένα πανδαιμόνιο χειροκροτημάτων και ξεφωνητών, όταν το τεράστιο δίκτυο από μικρόφωνα, κονσόλες, ενισχυτές, αναμεταδότες και ηχεία πήρε μπρος και γέμισε το Γούντστοκ με τη βαθιά, μελωδική φωνή του Ρίτσι Χέιβενς, που τραγούδησε μεταξύ άλλων το περίφημο "Freedom" (Ελευθερία), τραγούδι-σύμβολο της γενιάς της αμφισβήτησης. Ο Τζέφρι Σάρτλεφ χαιρέτισε το πλήθος λέγοντας: "Αυτό που ζούμε σήμερα, είναι μια νέα αμερικανική επανάσταση. Η διαφορά της με τις άλλες επαναστάσεις είναι ότι τούτη εδώ δεν έχει εχθρούς!". Και σε μία ειρωνική χειρονομία "καλής θέλησης", αφιέρωσε το επόμενο τραγούδι στον υπερσυντηρητικό κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, θερμό υποστηρικτή του πολέμου του Βιετνάμ, Ρόναλντ Ρήγκαν. Το τραγούδι που συγκλόνισε ήταν μία αντιπολεμική μπαλάντα της Τζόαν Μπαέζ, η οποία προκάλεσε ένα κύμα συγκίνησης και αλληλεγγύης όταν αναφέρθηκε στον άντρα της και στους άλλους ακτιβιστές του αντιπολεμικού κινήματος που είχαν κλειστεί από την κυβέρνηση του Ρίτσαρντ Νίξον στις αμερικανικές φυλακές. Στη συνέχεια, παρέλασαν ο Τζίμι Χέντριξ, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζο Κόκερ, ο Κάρλος Σαντάνα και άλλα ιερά τέρατα της ροκ, της ποπ και της κάντρι.







Η βροχή που ξέσπασε, κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ
Η βροχή που τόσο φοβούνταν οι οργανωτές πραγματικά ξέσπασε και συνεχίστηκε σχεδόν αδιάκοπα όλη τη νύχτα της Παρασκευής. Το πρωί του Σαββάτου, η φάρμα του Γιασγκούρ είχε πια μετατραπεί σε τεράστιο βούρκο. Το χάος ήταν απερίγραπτο: Φαγητό και ποτά δεν υπήρχαν, καθώς τα φορτηγά της τροφοδοσίας κολλήσανε στη λάσπη και το μποτιλιάρισμα στην "Οδό Ευτυχίας" παρέλυσε τα πάντα. Εμφανίστηκε έλλειψη πόσιμου νερού και φαρμάκων και το αναπόφευκτο "ράδιο αρβύλα" έκανε λόγο για τρομερή επιδημία δυσεντερίας ή και πιο σοβαρών μολυσματικών ασθενειών. Οι διοργανωτές φοβήθηκαν ότι τα τεντωμένα νεύρα των επισκεπτών θα έφερναν, κάποια στιγμή, ανεξέλεγκτες εκρήξεις βίας που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τη γιορτή σε τραγωδία. Σε οποιαδήποτε πόλη 500.000 κατοίκων με το ένα δέκατο των προβλημάτων του Γούντστοκ, κάποια επεισόδια βίας λόγω εκνευρισμού θα ήταν αναπόφευκτα. Στο Γούντστοκ, όμως, δεν σημειώθηκε ούτε ένα περιστατικό. Κάποια στιγμή που δύο άντρες λογομάχησαν έντονα κοντά στην κεντρική εξέδρα, άλλα άτομα τους περικύκλωσαν και άρχισαν να τραγουδάνε ρυθμικά "Ειρήνη! Ειρήνη!", μέχρι που οι δύο καβγατζήδες έδωσαν τα χέρια εισπράττοντας τα χειροκροτήματα χιλιάδεων παρευρισκομένων.






Το Σάββατο το βράδυ, με την κατάσταση υπό έλεγχο χάρη στα έκτακτα μέτρα των οργανωτών και τη μεταφορά εφοδίων μέσω ελικοπτέρων, η γιορτή συνεχίστηκε και το κέφι επέστρεψε δριμύτερο. Τα διαλείμματα του προγράμματος ακυρώθηκαν και η μουσική συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Το πρώτο φως της ημέρας, στις 5.40 π.μ. της Κυριακής, βρήκε το ακροατήριο να ακούει τους ηλεκτρικούς ήχους των Who, που μόλις είχαν ξεκινήσει μία εκπληκτική δίωρη παράσταση. Ακολούθησαν άλλες δύο ώρες μουσικής από τους Jefferson Airplane, που έμειναν στη σκηνή ως τις 9.30 το πρωί. Το απόγευμα της Κυριακής έβρεξε καταρρακτωδώς για δεύτερη φορά, ενώ ο σφοδρός άνεμος έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Πολλοί αναζήτησαν καταφύγια σε πρόχειρα υπόστεγα από νοβοπάν, κάποιοι έσφιξαν τις γροθιές τους προς τον ουρανό, αλλά οι περισσότεροι απλώς συμφιλιώθηκαν με τη λάσπη και οι πιο τολμηροί πήγανε στη γειτονική λιμνούλα των Φιλιππίνων, όπου έκαναν μπάνιο γυμνοί. Σε λίγο, η πλαγιά γέμισε από αγόρια και κορίτσια που κάθονταν γυμνά στο γρασίδι και απολάμβαναν φυσικότατα τη βροχή. Ένας άντρας και μια γυναίκα, ο ένας πάνω στον άλλο, ολόγυμνοι, σχημάτισαν το σήμα της ειρήνης, παραπέμποντας παραστατικότατα στο "Make love, not war".






Μέσα στις τρεις αυτές ημέρες, δύο άτομα έχασαν τη ζωή τους: το ένα καθώς κοιμόταν κάτω από τους τροχούς ενός τρακτέρ όταν ο οδηγός του έβαλε μπροστά και το άλλο από υπερβολική δόση ηρωίνης. Επίσης, τουλάχιστον δύο μωρά γεννήθηκαν πρόωρα, ενώ τέσσερις μέλλουσες μητέρες απέβαλαν. Την ασφάλεια, τη σίτιση και την ιατρική περίθαλψη είχε αναλάβει η εταιρεία Hog Farm. Συνολικά, ιατρική βοήθεια χρειάστηκαν πάνω από 5.000 άνθρωποι -κατά κύριο λόγο πρώτες βοήθειες για μικροτραυματισμούς από ατυχήματα ή μικροκρίσεις από ναρκωτικά. Σημειώθηκαν όμως και πάνω από 150 σοβαρά περιστατικά -τραυματισμοί από πτώσεις, κρίσεις διαβητικών και επιληπτικών κ.ά.- τα οποία αντιμετωπίστηκαν χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες του ιατρικού προσωπικού. Ο επικεφαλής των γιατρών, Γουίλιαμ Αμπρούζι, είπε: "Σε μια πόλη αυτών των διαστάσεων, με τόσο σκληρές συνθήκες διαβίωσης, θα περίμενα 15-20 θανάτους τουλάχιστον. Περισσότερο από τις ιατρικές μας προετοιμασίες, αυτό που πιστεύω ότι μας έσωσε ήταν η καλή μας τύχη".






Το βράδυ της Κυριακής άρχισε η μεγάλη έξοδος, πάντα υπό τους ήχους της ροκ, που συνεχίστηκε ως τις 10.30, το πρωί της Δευτέρας. Οι εναλλακτικές κομμούνες κάλεσαν εθελοντές για το άχαρο έργο της καθαριότητας. Καθώς το πολύχρωμο καραβάνι έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, στο "διοικητήριο" του φεστιβάλ, οι διοργανωτές μετρούσανε κέρδη και ζημιές και έβγαλαν ένα τεράστιο "μείον" της τάξης των δύο εκατομμυρίων δολαρίων. Αποζημιώθηκαν και με το παραπάνω, όμως, τα επόμενα χρόνια από τις εισπράξεις του μουσικού άλμπουμ και της κινηματογραφικής ταινίας της ιστορικής αυτής συναυλίας.






Συμμετέχοντες
Οι σημαντικότεροι συμμετέχοντες ήταν ο Κάρλος Σαντάνα, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζίμι Χέντριξ, η Τζόαν Μπαέζ, o Τζο Κόκερ, οι Who, οι Jefferson Airplane, οι Grateful Dead, οι Band, οι Crosby, Still, Nash & Young, o Ρίτσι Χέιβενς, ο Πωλ Μπάττερφιλντ και o Κάντρυ Τζο ΜακΝτόναλντ.






Οι μεγάλοι απόντες
Πολλά μουσικά συγκροτήματα δεν κατάφεραν ποτέ να φθάσουν στο χώρο του φεστιβάλ, παραμένοντας στο αεροδρόμιο, λόγω του τεράστιου αριθμού των θεατών. Με τη λήξη του, σχηματίστηκε το μεγαλύτερο μποτιλιάρισμα που είχε ποτέ συμβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.






Οι μεγάλοι μουσικοί που έλειψαν από το φεστιβάλ ήταν ο Μπομπ Ντίλαν (λόγω ασθενείας ενός εκ των παιδιών του), οι Rolling Stones (ασχολούνταν με την παραγωγή του νέου τους άλμπουμ, Let It Bleed), οι Doors και οι Beatles (βρίσκονταν υπό διάλυση[12] ενώ η κυβέρνηση των Η.Π.Α. δεν επέτρεψε στον Τζων Λέννον να μπει στη χώρα).






Αντίκτυπο
Οι ιδέες που προέβαλλε το Φεστιβάλ Γούντστοκ ήταν υπέρ της ειρήνης, της αγάπης, της ελεύθερης χρήσης ναρκωτικών και του ελεύθερου έρωτα και κατά του πολέμου (κυρίως αυτού του Βιετνάμ) και του ρατσισμού. Το Γούντστοκ ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μία εκπληκτικά επιτυχημενη μουσική συναυλία, ήταν η άλλη ζωή, ο χαμένος παράδεισος μιας ολόκληρης γενιάς. Ο απεσταλμένος του Life, Μπάρι Φάρελ, έγραψε λίγες μέρες αργότερα: "Όλοι όσοι είμαστε εκεί, καταλαβαίναμε εκείνες τις ώρες ότι διαβαίναμε έναν πολιτιστικό Ρουβίκωνα".






Η πέρα από κάθε πρόβλεψη προσέλευση του κόσμου δημιούργησε μία σειρά προβλήματα. Ένα από αυτά ήταν η μεταφορά των μουσικών, αλλά και των κάθε είδους εφοδίων, που λύθηκε αναγκαστικά με ελικόπτερα. Ο θόρυβος των ιπτάμενων επισκεπτών ανακατευόταν με τους ήχους της ροκ και κάτω από άλλες συνθήκες θα δημιουργούσαν μεγάλο εκνευρισμό. Όχι όμως στο Γούντστοκ. Κοινό και τραγουδιστές προσέλαβαν το πήγαινε-έλα ως απροσδόκητο "χάπενινγκ" που όχι μόνο δεν μείωνε, αλλά αντιθέτως πολλαπλασίαζε τη γοητεία της παράστασης.






Το πρωτόγονο, εύθραυστο δίκτυο υπηρεσιών του Γούντστοκ, αν και εξωθήθηκε στα ακρότατα όριά του, κατάφερε τελικά να σταθεί στα πόδια του χάρη στο μοναδικό πνεύμα αλληλοβοήθειας, συλλογικότητας και εθελοντικής προσφοράς των επισκεπτών του. Κάποια στιγμή, ανήσυχοι οι διοργανωτές ανακοίνωσαν: "Κάπου έχουν σπάσει σωλήνες του νερού και δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τη βλάβη. Αν πέσετε πάνω σε κανένα σπασμένο σωλήνα, παρακαλούμε ειδοποιήστε μας για να τον φτιάξουμε". Σε μία ώρα, οι σπασμένοι σωλήνες επιδιορθώθηκαν και ο κίνδυνος της λειψυδρίας αποσοβήθηκε. Την ίδια ώρα, εναλλακτικές αγροτικές κομμούνες από το Νέο Μεξικό και το Όρεγκον έστησαν υπαίθριες καντίνες που προσέφεραν δωρεάν τροφή, παρακαλώντας τους σιτιζόμενους να επιστρέφουν το φαγητό που τους περισσεύει, όπως και έγινε.






Για τους 500.000 ανθρώπους που είχαν αυτή τη μοναδική εμπειρία και για τα εκατοντάδες εκατομμύρια των νέων σ' όλο τον κόσμο που αγκάλιασαν τη μυθολογία της, το Γούντστοκ ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μία μουσική πανδαισία. Ήταν η δική τους "Πολιτεία του Ήλιου", η δική τους "Ουτοπία", μία πόλη όπου κυριάρχησε όχι το χρήμα αλλά η κοινοκτημοσύνη, όχι ο ανταγωνισμός αλλά η αλληλεγγύη, όχι η βία αλλά η ειρήνη, όχι ο κομφορμισμός αλλά η ελευθερία -η φευγαλέα "Ιθάκη" μιας ανήσυχης γενιάς. Ένα όνειρο πολύ όμορφο για να γίνει αληθινό, αλλά και πολύ συναρπαστικό για να ξεχαστεί εύκολα.

Ο απεσταλμένος του Time έγραψε για το Γούντστοκ: "Η εμπειρία που έζησα αυτό το τριήμερο περιείχε τόσες εκπλήξεις και τόσες τρέλες, που σήμερα η ανάμνησή της μοιάζει να 'ρχεται όχι από το παρελθόν αλλά από το μέλλον".






Ο Τζο Κόκερ στο Γούντστοκ
"Δύο χρόνια πριν από το Γούντστοκ, το μεγαλύτερο κοινό για το οποίο είχα παίξει, ήταν 300 άτομα σε ένα μπαρ. Ήταν πολύ δύσκολο να τραβήξεις την προσοχή ενός τόσο μεγάλου κοινού. Ακόμη και όταν έπαιξα το "With a Little Help From My Friends", που είχε επιτυχία ήλθε εκείνο το τεράστιο μαύρο σύννεφο και πλημμύρισε τα πάντα για ώρες." (Τζο Κόκερ)
"Υπήρχαν τελικά πάρα πολλοί από εμάς. Ως τότε πιστεύαμε ότι, ήμαστε μια μικρή ομάδα παράξενων." (Τζάνις Τζόπλιν)
"Ολοι αυτοί οι χίπις χόρευαν πιστεύοντας ότι, ο κόσμος πρόκειται να αλλάξει, κάποια ημέρα. Ως κυνικός Αγγλος που ήμουν, περιφερόμουν ανάμεσά τους, θέλοντας να φτύσω τους περισσότερους από αυτούς, κάνοντάς τους να συνειδητοποιήσουν ότι, τίποτε δεν άλλαξε και τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Αυτό που πίστευαν ότι, ήταν μια εναλλακτική κοινωνία στην ουσία ήταν ένα χωράφι με τρία μέτρα λάσπη, στολισμένο με LSD. Αν αυτός ήταν ο κόσμος που ήθελαν να ζήσουν, τότε γ.... τους" (Πιτ Τάουνσεντ, The Who).






Προσπάθειες αναβίωσης
Το 1979, το 1989, το 1994 και το 1999, έγιναν απόπειρες αναβίωσης του θρυλικού φεστιβάλ, σε Ευρώπη και Αμερική. Ωστόσο, οι προσπάθειες γνώρισαν παταγώδη αποτυχία, καθώς δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα ή κάποια συγκεκριμένη ιδέα, που να προβαλλόταν από αυτά και τους νεο-χίπις, αν και από μουσικής πλευράς, είχαν μαζευτεί τα μεγαλύτερα ονόματα.







Τον Οκτώβριο του 2009, βγήκε στη δημοσιότητα το σενάριο της ταινίας του Ανγκ Λι, με τίτλο: "Έτσι πήραμε το Γούντστοκ".











Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Polonnaruwa Sri Lanka

Polonnaruwa Sri Lanka
Η αρχαία πόλη Polonnaruwa βρίσκεται στη Σρι Λάνκα

Η Αρχαία Πόλη Polonnaruwa έχει χαρακτηριστεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.





Πολοναρούβα ( Σινχαλέζοι : පොළොන්නරුව, Πολοναρούβα ή Puḷattipura, Ταμίλ: பொலன்னறுவை, Polaṉṉaṟuvai ή Puḷatti nakaram ) είναι η κύρια πόλη της Πολοναρούβα, περιφέρεια στην Βόρεια Κεντρική επαρχία, τη Σρι Λάνκα. Η περιοχή Kaduruwela είναι η νέα πόλη Polonnaruwa και το άλλο τμήμα της Polonnaruwa παραμένει ως βασιλική αρχαία πόλη του βασιλείου της Polonnaruwa.







Polonnaruwa
Το δεύτερο πιο αρχαίο από τα βασίλεια της Σρι Λάνκα, η Polonnaruwa κηρύχθηκε για πρώτη φορά πρωτεύουσα από τον βασιλιά Vijayabahu I, ο οποίος νίκησε τους εισβολείς Chola το 1070 για να επανασυνδεθεί η χώρα για άλλη μια φορά υπό τοπικό ηγέτη.







Επί του παρόντος, το νέο Polonnaruwa βρίσκεται σε εξέλιξη σε ένα σημαντικό αναπτυξιακό έργο γνωστό ως "Awakening of Polonnaruwa" υπό την έννοια του προέδρου Maithripala Sirisena. Θεωρεί ότι η ανάπτυξη όλων των τομέων της Polonnaruwa, συμπεριλαμβανομένων των δρόμων, της ηλεκτρικής ενέργειας, της γεωργίας, της εκπαίδευσης, της υγείας και του περιβάλλοντος, θα αναπτυχθεί συνολικά.







Ο Cholas μετατόπισε την πρωτεύουσα στην Polonnaruwa αφού βρήκε ότι είχε τα καλύτερα γόνιμα εδάφη στη Σρι Λάνκα (nigaril valanadu) ήταν το όνομα της περιοχής και ονομάστηκε polonnaruwa -jananatha mangalam. Ο ποταμός mahaweli που ρέει μέσα από αυτό μπορεί να σας μεταφέρει στη θάλασσα. Ο Vijayabahu, ο πραγματικός “ήρωας της Πολοναρούβα” από τα βιβλία της ιστορίας «είναι στην πραγματικότητα ο Parakramabahu. Ήταν η βασιλεία του που θεωρείται η αιτία της Χρυσής Εποχής της Polonnaruwa. Το εμπόριο και η γεωργία άνθισαν υπό την αιγίδα του βασιλιά, ο οποίος ήταν τόσο ανυπόστατος ώστε να μην χάνεται καμιά σταγόνα νερού που πέφτει από τους ουρανούς και έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την ανάπτυξη της γης. Ως εκ τούτου, τα συστήματα άρδευσης που είναι πολύ ανώτερα από αυτά της εποχής Anuradhapura κατασκευάστηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Parakramabahu,  συστήματα που μέχρι σήμερα τροφοδοτούν το νερό που είναι απαραίτητο για την καλλιέργεια του paddy κατά τη διάρκεια της καυτής περιόδου ξηρασίας στα ανατολικά της χώρας. Το μεγαλύτερο από αυτά τα συστήματα είναι το Parakrama Samudra ή η θάλασσα του Parakrama. Το Βασίλειο της Polonnaruwa ήταν απόλυτα αυτάρκες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βασιλιά Παραρακραμπάχου.







Με την εξαίρεση του άμεσου διαδόχου του, της Nissankamalla I, όλοι οι άλλοι μοναρχοί του Polonnaruwa ήταν ελαφρώς αδύναμοι και μάλλον επιρρεπείς στην ανάληψη αγώνων στο δικό τους δικαστήριο. Συνέχισαν επίσης να σχηματίζουν πιο οικεία, γαμήλιες συμμαχίες με ισχυρότερα βασίλεια της Νότιας Ινδίας μέχρις ότου αυτοί οι γαμήλιοι σύνδεσμοι να υπερισχύουν της τοπικής βασιλικής καταγωγής. Αυτό προκάλεσε εισβολή από τη δυναστεία Aryacakravarti του βασιλιά Kalinga Magha το 1214, ο οποίος ίδρυσε το βασίλειο Jaffna (1215-1624).







Σήμερα η αρχαία πόλη Polonnaruwa παραμένει μία από τις καλύτερα σχεδιασμένες αρχαιολογικές πόλεις στη χώρα, στέκεται μαρτυρία για την πειθαρχία και το μεγαλείο των πρώτων βασιλέων του βασιλείου. Η ομορφιά της χρησιμοποιήθηκε επίσης ως σκηνικό για κινηματογραφικές σκηνές για το μουσικό βίντεο των Duran Duran, Save a Prayer το 1982. Η αρχαία πόλη Polonnaruwa έχει χαρακτηριστεί ως τοποθεσία παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.







Κοντά στην αρχαία πόλη, υπάρχει μια μικρή πόλη με πολλά ξενοδοχεία (ειδικά για τους τουρίστες) και κάποια γυαλιστερά καταστήματα και χώροι για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών. Υπάρχουν κυβερνητικά ιδρύματα σε μια νεόκτιστη περιοχή που ονομάζεται "νέα πόλη", περίπου 6 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη και τον κεντρικό δρόμο. Το μεγαλύτερο σχολείο της περιοχής, το Polonnaruwa Royal Central College βρίσκεται στη νέα πόλη.







Η Polonnaruwa είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Κεντρικής επαρχίας και είναι γνωστή ως μία από τις καθαρότερες και πιο όμορφες πόλεις της χώρας. Το καταπράσινο περιβάλλον, οι εκπληκτικές αρχαίες κατασκευές, το Parakrama Samudra (μια τεράστια λίμνη χτίστηκε το 1200), και ελκυστικά τουριστικά ξενοδοχεία και φιλόξενοι άνθρωποι προσελκύουν χιλιάδες  τουρίστες κάθε χρόνο.
Μια άλλη έκπληξη για τους τουρίστες είναι ο πληθυσμός της πόλης από τους toque μακάκες. Οι πίθηκοι αυτοί ζουν στα ερείπια από την περίοδο της ανθρώπινης κατοχής, και συνεχίζουν να ευδοκιμούν εδώ και πολύ καιρό μετά την αποχώρηση των ανθρώπων.