Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Κάστρο Μπραν

Κάστρο Μπραν 
Επίσκεψη στο θρυλικό κάστρο του κόμη Βλάντ.
Το κάστρο του Κόμη Δράκουλα στα Καρπάθια όρη υπάρχει και είναι επιβλητικό.





Το κάστρο Μπραν (ρουμανικά: Castelul Bran) είναι κάστρο το οποίο βρίσκεται κοντά στο χωριό Μπραν, Κομητεία Μπρασόβ, στην κεντρική Ρουμανία. Το κάστρο κατασκευάστηκε τον 13ο αιώνα από το Τευτονικό Τάγμα και σήμερα αποτελεί εθνικό μνημείο της Ρουμανίας. Βρίσκεται στα όρια Τρανσυλβανίας και Βλαχίας. Συχνά αναφέρεται ως το «κάστρο του Κόμη Δράκουλα», αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο Μπραμ Στόκερ αναφερόταν σε αυτό το κάστρο και η σχέση του κάστρου με τον Βλαντ Γ' Τσέπες, έμπνευση του μυθιστορήματος, είναι ισχνή.





Το 1212, το Τευτονικό Τάγμα κατασκεύασε το ξύλινο κάστρο του Ντιτριχστάιν ως οχυρωμένη θέση στο Μπούτσερλαντ, στην είσοδο μίας ορεινής κοιλάδας διαμέσου της οποίας οι έμποροι ταξίδευαν για πάνω από μία χιλιετία, αλλά το 1242 καταστράφηκε από τους Μογγόλους. Η πρώτη καταγραφή του κάστρου του Μπραν έγινε από τον Λουδοβίκο Α’ της Ουγγαρίας στις 19 Νοεμβρίου 1377, δίνοντας στους Σάξονες του Κρόνσταντ (Μπρασόβ) το δικαίωμα να φτιάξουν μια πέτρινη ακρόπολη με δικά τους έξοδα και εργασία. Ο οικισμός του Μπραν άρχισε να αναπτύσσεται δίπλα.




Το 1438-1442, το κάστρο χρησιμοποιήθηκε στην άμυνα έναντι στους Οθωμανούς, και στην συνέχεια ως τελωνείο ανάμεσα σε Τρανσυλβανία και Βλαχία. Το κάστρο ανήκε στους Ούγγρους βασιλείς, αλλά επειδή ο βασιλιάς Βλάντισλας Β΄ δεν πλήρωσε τα δάνεια, το κάστρο πέρασε στην κατοχή της πόλης του Μπράσοβ το 1533. Το Μπραν είχε στρατηγική σημασία μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα.
Το 1920, το κάστρο έγινε βασιλική κατοικία εντός του βασιλείου της Ρουμανίας. Ήταν αγαπημένη οικία της βασίλισσας Μαίρη. Η πριγκίπισσα Ιλιάνα κληρονόμησε το κάστρο και λειτούργησε ως νοσοκομείο κατά τον Β’ ΠΠ. Μετά πέρασε στην κατοχή του κομμουνιστικού καθεστώτος με την έξωση της βασιλικής οικογένειας το 1948.




Το 2005 η Ρουμανική κυβέρνηση πέρασε έναν ειδικό νόμο ο οποίος επέτρεπε την επιστροφή ιδιοκτησιών οι οποίες απαλλοτριώθηκαν παράνομα, όπως το Μπραν, και έτσι ένα χρόνο αργότερα πέρασε στην ιδιοκτησία του Ντόμινικ των Αψβούργων, γιο και κληρονόμο της πριγκίπισσας Ιλιάνας. Το Σεπτέμβριο του 2007, διερευνητική επιτροπή του Ρουμανικού Κοινοβουλίου κατέληξε ότι η επιστροφή του κάστρου ήταν παράνομη και αντίθετη με τους νόμους σχετικά με την ιδιοκτησία και τη διαδοχή. Όμως το συνταγματικό δικαστήριο απέρριψε το υπόμνημα. Επιπλέον, μια άλλη κοινοβουλευτική επιτροπή επιβεβαίωσε την ισχύ της επιστροφής, δείχνοντας ότι ήταν σύμφωνη με το νόμο. Τις 18 Μαΐου 2009, η διοίκηση του κάστρου μεταβιβάστηκε από την κυβέρνηση στον Αρχιδούκα και τις αδελφές του και την 1 Ιουνίου 2009, το κάστρο άρχισε να λειτουργεί ως το πρώτο ιδιωτικό μουσείο στη χώρα.
Το 2014 αναφέρθηκε ότι το κάστρο ήταν προς πώληση.




Τελικά ο Κόμης Δράκουλας  υπήρξε ή ήταν ένας πλασματικός χαρακτήρας; 




Η ιστορία του Δράκουλα μπορεί στην πραγματικότητα να είναι φανταστική αλλά κάποτε ένας Δράκουλας υπήρξε.
Προφανώς εννοούμε τον Βλάντ Γ΄ Τσέπες. Τον άνθρωπο που έγινε διάσημος για τους φρικτούς τρόπους που διάλεγε για να σκοτώνει τους Οθωμανούς αντιπάλους του. Ένα κακό και φαύλο άνθρωπό, αλλά για την πλειοψηφία των Ρουμάνων έναν εθνικό ήρωα.


Κυβέρνησε τη Βλαχία, όπου υψώνονται τα Καρπάθια Όρη κι έζησε από το 1431 ως το 1476. Το παρωνύμιο «Τέπες» προέρχεται από τον ανασκολοπισμό που εφάρμοζε στους Οθωμανούς εχθρούς του. Κληρονόμησε τον τίτλο του Τάγματος του Δράκου που παραχωρήθηκε στον πατέρα του από τον βασιλέα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Σιγισμούνδο. Έμβλημά του υπήρξε ο δράκος κρεμασμένος από έναν σταυρό.





Ο Βλαντ Γ΄ επονομάστηκε Δράκουλας (Draculea), που σημαίνει «γιος του Δράκου» ή κατά μια άλλη εκδοχή «γιος του διαβόλου» . Το όνομα του Βλαντ έγινε θρύλος και σε συνδυασμό με το περίφημο κάστρο Μπράν που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν το σπίτι του, τροφοδότησε την πένα του Μπραμ Στόκερ, ο οποίος δημιούργησε τον αιμοδιψή χαρακτήρα «Δράκουλα».


Τελικά όπως αποδείχθηκε η πραγματική κατοικία του Βλαντ Ντράκουλια, ήταν το απομονωμένο κάστρο Ποϊενάρι σε μια δύσβατη ορεινή περιοχή της Βλαχίας.





Σύμφωνα με τον θρύλο, ο πρίγκιπας Βλαντ αιχμαλώτισε τους κατοίκους μιας γειτονικής εχθρικής πόλης και τους ανάγκασε να χτίσουν το κάστρο Ποϊενάρι για λογαριασμό του. Λόγω του μεγέθους και της θέσης του, το κάστρο ήταν πολύ δύσκολο να κατακτηθεί.
Το σίγουρο είναι ότι στα χρόνια του Βλαντ επεκτάθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως μόνιμη βάση του βλάχου ηγεμόνα, σε αντίθεση με το Μπραν, που φέρεται να ήταν προσωρινό ορμητήριο του για επιδρομές στην Τρανσυλβανία, αλλά και το (ανακαινισμένο) κάστρο Χουνιάντ, όπου φέρεται να φυλακίστηκε για επτά χρόνια, μετά την εκθρόνιση του το 1462.


Tο κάστρο από το 1476 μετά το θάνατο του ηγεμόνα Βλάντ εγκαταλείφθηκε και το 1888 μια κατολίσθηση έριξε ένα τμήμα του στον παρακείμενο Arges ποταμό. Παρ ‘όλα αυτά, το κάστρο χάρη σε μια ελαφρά επισκευή διατηρεί ακόμη τα τείχη και τους πύργους του. Πάντως για να φτάσει ο επισκέπτης είναι πολύ κουραστικό, γιατί πρέπει να ανέβει με τσιμεντένια σκαλοπάτια στα 1.480 μέτρα. Αξίζει όμως τον κόπο γιατί η θέα από τη βουνοκορφή είναι μοναδική με βαθιά φαράγγια ολόγυρα, γρανιτένιους βράχους και ειδυλλιακές λίμνες.





Το κάστρο είχε αρχικά χτιστεί από ιππότες ως οχυρό αλλά τον 15ο αιώνα πέρασε στην κατοχή του πρίγκιπα Βλαντ Τσέπες. Το 1947 τo κομμουνιστικό καθεστώς κατάσχεσε το κάστρο από τη βασιλική οικογένεια και το μετέτρεψε σε μουσείο το 1957. Το ρουμανικό κράτος έδωσε πίσω το κάστρο στην οικογένεια των Αψβούργων το 2006, αφού συμφωνήθηκε να συνεχίσει να λειτουργεί ως μουσείο για την επόμενη τριετία.


Ο σημερινός ιδιοκτήτης του κάστρου Ντομινίκ των Αψβούργων (εγγονός της βασίλισσας Μαρίας της Ρουμανίας) στις αρχές Ιουλίου αποφάσισε την πώληση του ακινήτου και επέλεξε την αμερικανική μεσιτική εταιρία Baytree Capital Associates για να βοηθήσει στη διαδικασία.