Byzantine walls of Thessaloniki
Βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης.
Τα Βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης έχουν σήμερα μήκος περίπου 4 χιλιομέτρων, αλλά η αρχική περίμετρος που κάλυπταν ήταν περί τα 8 χιλιόμετρα και το ύψος τους ήταν 10-12 μέτρα. Το τείχος για πολλούς αιώνες περιέβαλλε την πόλη, περιλαμβάνοντας στη νοτιοδυτική πλευρά προς το Θερμαϊκό κόλπο παραθαλάσσια τείχη, τα οποία όμως σήμερα δεν υπάρχουν. Στη βορειοανατολική πλευρά ανεβαίνει προς τα υψώματα, περιλαμβάνοντας ακρόπολη, μέσα στην οποία βρίσκεται και το αμυντικό σύμπλεγμα του Επταπυργίου.
Στο δυτικό και ανατολικό τείχος υπάρχουν τριγωνικοί πρόβολοι, ενώ στα πιο ψηλά σημεία και ιδίως στο τμήμα που χωρίζει την ακρόπολη από την πόλη υπάρχουν ορθογώνιοι πύργοι. Το χτίσιμο τους περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες σειρές τούβλων και πετρωμάτων διακοσμημένες με χριστιανικά (σταυρούς) και αρχαιοελληνικά σύμβολα (απεικονίσεις του ήλιου, ρόμβους). Παρόμοιας τεχνοτροπίας είναι και τα βυζαντινά τείχη που σώζονται στην Κωνσταντινούπολη.
Ιστορία
Η πρώτη οχύρωση της νεόκτιστης πόλης του Κασσάνδρου που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωσή της ξεκινά από τον 3ο αιώνα π.Χ. Η ρωμαϊκή κατάκτηση (167 π.Χ.) που έφερε τη ρωμαϊκή ειρήνη έκανε τα τείχη περιττά, οπότε περί τα μέσα του 1ου π.χ. αιώνα ήταν ήδη ερειπωμένα.
Τον 3ο αιώνα μ. Χ. χτίσθηκαν οχυρώσεις για την προστασία της πόλης από τους Γότθους με υλικά από προηγούμενα οικοδομήματα. Με τις οχυρώσεις αυτές αποκρούσθηκαν δύο γοτθικές επιθέσεις, το 254 και το 268. Το ρωμαϊκό τείχος ήταν μονό, πλάτους 1,65 μ., με τετράγωνους πύργους. Ο κεντρικός δρόμος της πόλης (Λεωφόρος ή Μέση) εκτεινόταν από την Χρυσή Πύλη στα δυτικά (πλατεία Βαρδαρίου) ως την Κασσανδρεωτική Πύλη στα ανατολικά (βλ. και χάρτη). Το νότιο τείχος εκτεινόταν κατά τι νοτιότερα της σημερινής λεωφόρου Τσιμισκή.
Στις αρχές του 4ου αιώνα περνούν από τη Θεσσαλονίκη ο Γαλέριος και ο Μέγας Κωνσταντίνος και ενισχύουν τα τείχη. Στο τέλος του 4ου αιώνα ανεγείρεται δεύτερο τείχος εξωτερικά του προηγουμένου με τριγωνικές προεξοχές. Το σήμερα ορατό τείχος χτίστηκε από το τέλος του 4ου ως τα μέσα του 5ου αιώνα, ενώ ένα επόμενο πρόγραμμα βελτίωσης υλοποιείται τον 7ο αιώνα επί Ηρακλείου προκειμένου να στηριχθεί η άμυνα της πόλης κατά των Αβάρων και των Σλάβων. Το 904 η πόλη καταλαμβάνεται από τους Σαρακηνούς με επίθεση από την πλευρά της θάλασσας, γεγονός που προκαλεί την ενίσχυση των θαλασσίων τειχών μετά την αποχώρηση των Σαρακηνών.
Σχετικά με αυτούς που έχτισαν διάφορα σημεία του τείχους μας πληροφορούν επιγραφές που έχουν βρεθεί κατά καιρούς. Η πρώτη αναφέρει ότι τείχεσιν αρρήκτοις Ορμίσδας εξετέλεσε τήνδε πόλιν ... χείρας έχων καθαράς. Για το ποιος μπορεί να ήταν ο Ορμίσδας αυτής της επιγραφής οι απόψεις διΐστανται. Σύμφωνα με μία άποψη ήταν (πιθανώς περσικής καταγωγής) αρχηγός αποσπάσματος που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α' γύρω στο 380, ενώ κατ' άλλη άποψη ήταν έπαρχος πραιτωρίων Ιλλυρικού και έχτισε το τείχος περί το 442/3.
Μια άλλη επιγραφή με την αναφορά επί του αγιοτάτου αρχιεπισκόπου Ευσέβιου εγένετο ορισμός αυτού μας πληροφορεί πως έγινε προσθήκη στα τείχη επειδή ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευσέβιος (590-604) τάχθηκε υπέρ της πρόσθετης οχύρωσης της πόλης κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Μαυρίκιου, όταν η πόλη πολιορκούνταν από τους Σλάβους.
Άλλη επιγραφή κοντά στα τείχη της Πλατείας Ελευθερίας μας ενημερώνει για τις εργασίες που έγιναν περί τις αρχές του 10ου αιώνα στα τείχη προς την πλευρά της θάλασσας. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι ανεκαινίσθη επί Λέοντος και Αλεξάνδρου των αυταδέλφων και αυτοκρατόρων και φιλοχρίστων ημών βασιλέων και επί Νικολάου του οικουμενικού ημών πατριάρχου - ανεκαινίσθη επί Λέοντος βασιλικού πρωτοσπαθαρίου και στρατηγού Θεσσαλονίκης του Χατζιλάκη, και επί Ιωάννου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του εντοπίου. Ο εν λόγω στρατηγός Λέων Χατζιλάκης αναφέρεται από τον Ιωάννη Καμινιάτη στο Χρονικό της Αλώσεως της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς. Είχε αποσταλεί από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ' τον Σοφό για να οργανώσει την άμυνα της πόλης εν όψει της επιδρομής των Σαρακηνών. Ο Χατζιλάκης προτίμησε να ακυρώσει το προηγούμενο σχέδιο άμυνας του πρωτοσπαθάριου Πετρωνά για δημιουργία υποθαλάσσιου φράγματος μπροστά από τα θαλάσσια τείχη και να στρέψει τις προσπάθειες στην ενίσχυση των αδύναμων και μικρού ύψους θαλασσίων τειχών, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο έγκαιρα. Οι Σαρακηνοί μπήκαν στην πόλη την τρίτη μόλις ημέρα της πολιορκίας από την προβληματική πλευρά της θάλασσας. Στη συνέχεια έμειναν ένα δεκαήμερο για σφαγές και λεηλασίες κι έφυγαν με 22000 αιχμαλώτους.
Η πόλη αλώθηκε επίσης το 1185 από τους Νορμανδούς της Σικελίας. Το χρονικό των γεγονότων που οδήγησαν στην πολιορκία και άλωση γράφτηκε από τον αρχιεπίσκοπο Ευστάθιο.
Το 1308 πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη οι Καταλανοί μισθοφόροι χωρίς επιτυχία.
Μια επιγραφή υποδεικνύει ότι ένα τμήμα κοντά στην θάλασσα κοντά στο Λευκό Πύργο ξαναχτίστηκε το 1316: Ανεκτίσθη εκ βάθρων τοδε του τείχους δια συνδρομής και συνεργίας του πανσεβάστου λογοθέτου του στρατιωτικού του Υαλέου, κεφαλατικεύοντος εν τήδε πόλει Θεσσαλονίκη κατά τον χρόνον ιδ΄ ινδικτιώνος του στωκδ΄ έτους.
Το 1355 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα επιδιόρθωσε ένα μέρος των τειχών δημιουργώντας δύο πύλες. Στην μία εξ αυτών υπάρχει η εξής επιγραφή: Ανηγέρθη η παρούσα πύλη ορισμώ της κραταιάς και αγίας ημών κυρίας και Δεσποίνης κυράς Άννης της Παλαιολογίνης υπηρετήσαντος καστροφύλακος Ιωάννου Χαμαετού του κοιαίστορος τω στωξδ΄ έτει ινδικτιώνι θ΄. Η επιγραφή στην βόρεια πλευρά μας πληροφορεί ότι: Σθέν[ε]ι Μανουήλ του κρατίστου δεσπότου ήγειρε τον δε πύργον, αυτώ τειχίω Γεώργιος Δουξ Απόκαυκος εκ βάθρων. Σθένει Μανουήλ του Κρατίστου.
Το 1430 η πόλη αλώθηκε από τους Οθωμανούς, οι οποίοι επίσης συνέβαλαν στην συντήρηση και επέκταση των τειχών και έμειναν στη Θεσσαλονίκη ως το 1912.
Το 1874 κατεδαφίσθηκε το θαλάσσιο τείχος κι ένα μέρος του ανατολικού τείχους επειδή θεωρήθηκε ότι εμπόδιζαν την ανάπτυξη της πόλης.
Σήμερα τα Βυζαντινά Τείχη υπάγονται στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Θεσσαλονίκης και αποτελούν Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης.
Τα Βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης έχουν σήμερα μήκος περίπου 4 χιλιομέτρων, αλλά η αρχική περίμετρος που κάλυπταν ήταν περί τα 8 χιλιόμετρα και το ύψος τους ήταν 10-12 μέτρα. Το τείχος για πολλούς αιώνες περιέβαλλε την πόλη, περιλαμβάνοντας στη νοτιοδυτική πλευρά προς το Θερμαϊκό κόλπο παραθαλάσσια τείχη, τα οποία όμως σήμερα δεν υπάρχουν. Στη βορειοανατολική πλευρά ανεβαίνει προς τα υψώματα, περιλαμβάνοντας ακρόπολη, μέσα στην οποία βρίσκεται και το αμυντικό σύμπλεγμα του Επταπυργίου.
Στο δυτικό και ανατολικό τείχος υπάρχουν τριγωνικοί πρόβολοι, ενώ στα πιο ψηλά σημεία και ιδίως στο τμήμα που χωρίζει την ακρόπολη από την πόλη υπάρχουν ορθογώνιοι πύργοι. Το χτίσιμο τους περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες σειρές τούβλων και πετρωμάτων διακοσμημένες με χριστιανικά (σταυρούς) και αρχαιοελληνικά σύμβολα (απεικονίσεις του ήλιου, ρόμβους). Παρόμοιας τεχνοτροπίας είναι και τα βυζαντινά τείχη που σώζονται στην Κωνσταντινούπολη.
Ιστορία
Η πρώτη οχύρωση της νεόκτιστης πόλης του Κασσάνδρου που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωσή της ξεκινά από τον 3ο αιώνα π.Χ. Η ρωμαϊκή κατάκτηση (167 π.Χ.) που έφερε τη ρωμαϊκή ειρήνη έκανε τα τείχη περιττά, οπότε περί τα μέσα του 1ου π.χ. αιώνα ήταν ήδη ερειπωμένα.
Τον 3ο αιώνα μ. Χ. χτίσθηκαν οχυρώσεις για την προστασία της πόλης από τους Γότθους με υλικά από προηγούμενα οικοδομήματα. Με τις οχυρώσεις αυτές αποκρούσθηκαν δύο γοτθικές επιθέσεις, το 254 και το 268. Το ρωμαϊκό τείχος ήταν μονό, πλάτους 1,65 μ., με τετράγωνους πύργους. Ο κεντρικός δρόμος της πόλης (Λεωφόρος ή Μέση) εκτεινόταν από την Χρυσή Πύλη στα δυτικά (πλατεία Βαρδαρίου) ως την Κασσανδρεωτική Πύλη στα ανατολικά (βλ. και χάρτη). Το νότιο τείχος εκτεινόταν κατά τι νοτιότερα της σημερινής λεωφόρου Τσιμισκή.
Στις αρχές του 4ου αιώνα περνούν από τη Θεσσαλονίκη ο Γαλέριος και ο Μέγας Κωνσταντίνος και ενισχύουν τα τείχη. Στο τέλος του 4ου αιώνα ανεγείρεται δεύτερο τείχος εξωτερικά του προηγουμένου με τριγωνικές προεξοχές. Το σήμερα ορατό τείχος χτίστηκε από το τέλος του 4ου ως τα μέσα του 5ου αιώνα, ενώ ένα επόμενο πρόγραμμα βελτίωσης υλοποιείται τον 7ο αιώνα επί Ηρακλείου προκειμένου να στηριχθεί η άμυνα της πόλης κατά των Αβάρων και των Σλάβων. Το 904 η πόλη καταλαμβάνεται από τους Σαρακηνούς με επίθεση από την πλευρά της θάλασσας, γεγονός που προκαλεί την ενίσχυση των θαλασσίων τειχών μετά την αποχώρηση των Σαρακηνών.
Σχετικά με αυτούς που έχτισαν διάφορα σημεία του τείχους μας πληροφορούν επιγραφές που έχουν βρεθεί κατά καιρούς. Η πρώτη αναφέρει ότι τείχεσιν αρρήκτοις Ορμίσδας εξετέλεσε τήνδε πόλιν ... χείρας έχων καθαράς. Για το ποιος μπορεί να ήταν ο Ορμίσδας αυτής της επιγραφής οι απόψεις διΐστανται. Σύμφωνα με μία άποψη ήταν (πιθανώς περσικής καταγωγής) αρχηγός αποσπάσματος που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α' γύρω στο 380, ενώ κατ' άλλη άποψη ήταν έπαρχος πραιτωρίων Ιλλυρικού και έχτισε το τείχος περί το 442/3.
Μια άλλη επιγραφή με την αναφορά επί του αγιοτάτου αρχιεπισκόπου Ευσέβιου εγένετο ορισμός αυτού μας πληροφορεί πως έγινε προσθήκη στα τείχη επειδή ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευσέβιος (590-604) τάχθηκε υπέρ της πρόσθετης οχύρωσης της πόλης κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Μαυρίκιου, όταν η πόλη πολιορκούνταν από τους Σλάβους.
Άλλη επιγραφή κοντά στα τείχη της Πλατείας Ελευθερίας μας ενημερώνει για τις εργασίες που έγιναν περί τις αρχές του 10ου αιώνα στα τείχη προς την πλευρά της θάλασσας. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι ανεκαινίσθη επί Λέοντος και Αλεξάνδρου των αυταδέλφων και αυτοκρατόρων και φιλοχρίστων ημών βασιλέων και επί Νικολάου του οικουμενικού ημών πατριάρχου - ανεκαινίσθη επί Λέοντος βασιλικού πρωτοσπαθαρίου και στρατηγού Θεσσαλονίκης του Χατζιλάκη, και επί Ιωάννου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του εντοπίου. Ο εν λόγω στρατηγός Λέων Χατζιλάκης αναφέρεται από τον Ιωάννη Καμινιάτη στο Χρονικό της Αλώσεως της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς. Είχε αποσταλεί από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ' τον Σοφό για να οργανώσει την άμυνα της πόλης εν όψει της επιδρομής των Σαρακηνών. Ο Χατζιλάκης προτίμησε να ακυρώσει το προηγούμενο σχέδιο άμυνας του πρωτοσπαθάριου Πετρωνά για δημιουργία υποθαλάσσιου φράγματος μπροστά από τα θαλάσσια τείχη και να στρέψει τις προσπάθειες στην ενίσχυση των αδύναμων και μικρού ύψους θαλασσίων τειχών, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο έγκαιρα. Οι Σαρακηνοί μπήκαν στην πόλη την τρίτη μόλις ημέρα της πολιορκίας από την προβληματική πλευρά της θάλασσας. Στη συνέχεια έμειναν ένα δεκαήμερο για σφαγές και λεηλασίες κι έφυγαν με 22000 αιχμαλώτους.
Η πόλη αλώθηκε επίσης το 1185 από τους Νορμανδούς της Σικελίας. Το χρονικό των γεγονότων που οδήγησαν στην πολιορκία και άλωση γράφτηκε από τον αρχιεπίσκοπο Ευστάθιο.
Το 1308 πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη οι Καταλανοί μισθοφόροι χωρίς επιτυχία.
Μια επιγραφή υποδεικνύει ότι ένα τμήμα κοντά στην θάλασσα κοντά στο Λευκό Πύργο ξαναχτίστηκε το 1316: Ανεκτίσθη εκ βάθρων τοδε του τείχους δια συνδρομής και συνεργίας του πανσεβάστου λογοθέτου του στρατιωτικού του Υαλέου, κεφαλατικεύοντος εν τήδε πόλει Θεσσαλονίκη κατά τον χρόνον ιδ΄ ινδικτιώνος του στωκδ΄ έτους.
Το 1355 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα επιδιόρθωσε ένα μέρος των τειχών δημιουργώντας δύο πύλες. Στην μία εξ αυτών υπάρχει η εξής επιγραφή: Ανηγέρθη η παρούσα πύλη ορισμώ της κραταιάς και αγίας ημών κυρίας και Δεσποίνης κυράς Άννης της Παλαιολογίνης υπηρετήσαντος καστροφύλακος Ιωάννου Χαμαετού του κοιαίστορος τω στωξδ΄ έτει ινδικτιώνι θ΄. Η επιγραφή στην βόρεια πλευρά μας πληροφορεί ότι: Σθέν[ε]ι Μανουήλ του κρατίστου δεσπότου ήγειρε τον δε πύργον, αυτώ τειχίω Γεώργιος Δουξ Απόκαυκος εκ βάθρων. Σθένει Μανουήλ του Κρατίστου.
Το 1430 η πόλη αλώθηκε από τους Οθωμανούς, οι οποίοι επίσης συνέβαλαν στην συντήρηση και επέκταση των τειχών και έμειναν στη Θεσσαλονίκη ως το 1912.
Το 1874 κατεδαφίσθηκε το θαλάσσιο τείχος κι ένα μέρος του ανατολικού τείχους επειδή θεωρήθηκε ότι εμπόδιζαν την ανάπτυξη της πόλης.
Σήμερα τα Βυζαντινά Τείχη υπάγονται στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Θεσσαλονίκης και αποτελούν Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.