Cristo Redentor
Ο Χριστός ο Λυτρωτής
Άγαλμα του Χριστού Λυτρωτή
Η πόλη των αντιθέσεων με τις φαβέλες από τη μια και τις εξωτικές παραλίες της Κόπα Καμπάνα και της Ιπανέμα από την άλλη, έχει ως έμβλημά της το άγαλμα του Χριστού.
Η θέα είναι μαγευτική. Οι επισκέπτες για να φτάσουν στην κορυφή του όρους Κορκοβάντο πρέπει να ανέβουν 200 σκαλοπάτια. Όσοι όμως δεν αντέχουν την ανάβαση, μπορούν να χρησιμοποιήσουν ανελκυστήρες και κυλιόμενες σκάλες.
Το άγαλμα του Χριστού Λυτρωτή με τα χέρια ανοιχτά σχεδίασε ο Βραζιλιάνος μηχανικός Heitor da Silva Costa και το δημιούργησε ο Γάλλος γλύπτης Paul Landowski. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί η κατασκευή του. Τα αποκαλυπτήρια του έγιναν στις 12 Οκτωβρίου 1931. Θεωρείται ένα από τα σύγχρονα θαύματα του κόσμου.
Το Άγαλμα του Χριστού Λυτρωτή (Cristo Redentor στα πορτογαλικά) είναι ψηλό άγαλμα το οποίο εικονίζει τον Ιησού Χριστό με απλωμένα τα χέρια και βρίσκεται στην κορυφή του λόφου Κορκοβάντο (Corcovado), πάνω από το Ρίο ντε Τζανέιρο, στο εθνικό πάρκο του Δάσους Τιζούκα (Tijuca). Στέκεται με απλωμένα τα χέρια σαν να καλωσορίζει τον κόσμο, σε ύψος 710 μέτρων. Έχει ύψος 32 μέτρα, ζυγίζει 1.000 τόνους και μάλιστα είναι εγκατεστημένο με τρόπο ώστε να ατενίζει την πόλη του Ρίο.
Το άγαλμα θεμελιώθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1931. Είχε διοργανωθεί εντυπωσιακή τελετή εγκαινίων παρουσία του προέδρου της τοπικής κυβέρνησης Τζετούλιο Βάργκα και του καρδινάλιου Σεμπαστιάο Λέμε. Οι οργανωτές και οι εμπνευστές του μνημειώδους αγάλματος ήθελαν να εντυπωσιάσουν το κοινό από την πρώτη μέρα που θα στηνόταν στην κορυφή του βουνού. Είναι χαρακτηριστικό ότι για το φωτισμό του αγάλματος του Χριστού εκείνη την ημέρα είχαν σχεδιάσει να ανάψει με τρόπο φαντασμαγορικό: τα φώτα θα τα άναβε ο πρωτοπόρος Γουλιέλμος Μαρκόνι από το αγκυροβολημένο σκάφος του στη Νάπολι της Ιταλίας. Θα έστελνε ηλεκτρικό σήμα σε ένα σταθμό στο Ντόρτσεστερ της Αγγλίας και αυτό με τη σειρά του θα μεταφερόταν σε μια κεραία στο Jacarepagua στο Ρίο, απ' όπου θα άναβαν τα φώτα του αγάλματος. Ωστόσο, ο καιρός δεν βοήθησε, το σήμα ήταν αδύναμο, και τα φώτα τα άναψαν οι τεχνικοί του Ρίο.
Η ιδέα για το μνημείο
Λεπτομέρεια του προσώπου του αγάλματος όπου φαίνεται το ψηφιδωτό της κατασκευής.
Από το 1850 είχε στο μυαλό της η θρησκευτική ηγεσία στο Ρίο την ιδέα να κατασκευαστεί ένα μεγάλο άγαλμα πάνω στο βουνό Κορκοβάντο. Μεταξύ του 1850 και 1860, ο καθολικός ιερέας Μαρία Μπος ζήτησε οικονομική βοήθεια από την πριγκίπισσα Ιζαμπέλ της Πορτογαλίας προκειμένου να ανεγείρει ένα θρησκευτικό μνημείο. Η πριγκίπισσα ωστόσο δεν πολυσκέφτηκε την ιδέα. Έτσι, τα σχέδια για θρησκευτικό μνημείο ακυρώθηκαν το 1889 όταν η Βραζιλία έγινε δημοκρατία και η Εκκλησία διαχωρίστηκε από την πολιτεία.
Η πρόταση για ένα αξιοθέατο πάνω στο βουνό επανήλθε το 1921. Τότε ο αρχιεπίσκοπος του Ρίο ντε Τζανέιρο οργάνωσε μία Εβδομάδα Μνημείων (Semana do Monumento) προκειμένου να προσελκύσει δωρεές κυρίως από καθολικούς της Βραζιλίας. Τα σχέδια για το άγαλμα του Χριστού περιελάμβαναν μεταξύ άλλων έναν σταυρό και ένα άγαλμα του Χριστού ο οποίος θα κρατούσε μια σφαίρα στα χέρια του. Τελικά επελέγη το άγαλμα του Χριστού Λυτρωτή με τα χέρια ανοιχτά. Αλλά και πάλι δεν ήταν όλα έτοιμα για την ανέγερσή του. Το 1922 πολίτες και κληρικοί συγκέντρωσαν 20.000 υπογραφές και με αυτόν τον τρόπο ζήτησαν από τον πρόεδρο Επιτάσιο Πεσόα την ανέγερση του αγάλματος.
Ανέγερση
Ο θεμέλιος λίθος για το μεγάλο οικοδόμημα μπήκε στο βουνό Κορκοβάντο στις 4 Απριλίου 1922. Ο Βραζιλιάνος μηχανικός Έτορ Ντα Σίλβα Κόστα ήταν αυτός που επελέγη για να επιβλέψει την κατασκευή του αγάλματος, ενώ τα σχέδια ήταν του Γάλλου γλύπτη Πολ Λαντοβσκί. Μάλιστα, ο μηχανικός ταξίδεψε στην Ευρώπη για να μελετήσει τα θέματα κατασκευής και εκεί επέλεξε τον γλύπτη Λαντοβσκί. Οι εργασίες για την ανέγερση του Χριστού Λυτρωτή διήρκεσαν συνολικά 5 χρόνια, από το 1926 έως το 1931. Σύμμαχος των εμπνευστών του έργου ήταν ο σιδηρόδρομος του Κορκοβάντο. Όπως αποδείχτηκε ήταν ιδανικός για να μεταφερθούν εύκολα και με ασφάλεια οι μεγάλοι ογκόλιθοι για την κατασκευή του αγάλματος πάνω στο βουνό. Η πέτρα για το μνημείο προέρχεται από την πόλη Λίμχαμ (προάστιο του Μάλμε) της Σουηδίας. Όταν ολοκληρώθηκε, ήταν το μεγαλύτερο γλυπτό αρτ ντεκό στον κόσμο.
Σήμερα η ανάβαση των επισκεπτών στο βουνό για να δουν το άγαλμα γίνεται πλέον με σύγχρονα μέσα, με ανελκυστήρες που προσφέρουν πανοραμική θέα και κυλιόμενες σκάλες. Έτσι, οι επισκέπτες δεν αντιμετωπίζουν πλέον τη δυσκολία να ανέβουν τα 220 σκαλιά για να φτάσουν στη βάση του αγάλματος. Τρεις είναι οι πανοραμικοί ανελκυστήρες που ανεβάζουν τους επισκέπτες στο άγαλμα του Χριστού. Ο καθένας μπορεί να μεταφέρει 14 άτομα. Η πρόσβαση στους ανελκυστήρες είναι εύκολη και γι' αυτούς που φτάνουν με αυτοκίνητο και γι' αυτούς που φτάνουν με τρένο. Επιπλέον, υπάρχουν και τέσσερις κυλιόμενες κλίμακες πλάτους 4 μέτρων, οι οποίες μπορούν να μεταφέρουν έως και 9.000 επισκέπτες την ώρα. Η μόνη δυσκολία που έχουν να ξεπεράσουν πλέον οι τουρίστες, είναι το πώς θα καταφέρουν να έχουν μέσα στη φωτογραφία ολόκληρο το άγαλμα. Και αυτό διότι είναι τόσο ογκώδες και ψηλό που πρέπει να ξαπλώνουν στο έδαφος για να το φωτογραφίσουν. Τους αποζημιώνει ωστόσο η εκπληκτική θέα από την κορυφή. Στη βάση του αγάλματος υπάρχει σήμερα ένα μικρό παρεκκλήσι.