Η Μικρασιατική Καταστροφή
Η προκυμαία της Σμύρνης φλέγεται
Θύματα στην προκυμαία της Σμύρνης
Με τον όρο Μικρασιατική Καταστροφή περιγράφεται περισσότερο η τελευταία φάση της Μικρασιατικής εκστρατείας, δηλαδή το τέλος του "ελληνοτουρκικού πολέμου του 1918-22", η φυγή από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης, που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, στη Σμύρνη, κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, (αμέσως μετά την ανακωχή του Μούδρου), όπως και η σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και η γενικευμένη πλέον εκδίωξη μεγάλου μέρους του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία, που είχε όμως ξεκινήσει πολύ νωρίτερα (δείτε σχετικά Συνθήκη του 1914, που είχε συνομολογήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος) και που είχε διακοπεί με την "ανακωχή του Μούδρου".
Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, μετά την Καταστροφή της Σμύρνης και της Ανακωχής των Μουδανιών, που συνομολογήθηκε στην ομώνυμη πόλη (11 Οκτωβρίου 1922), και τον ένα μήνα μετά την εκκένωση της χερσονήσου της Καλλίπολης (στις 11 Νοεμβρίου) από τους Έλληνες που έμεναν εκεί, καθώς και αργότερα με την "υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών" (1922-24) από όλη τη Μικρά Ασία και τον ερχομό 1.230.000 Ελλήνων χριστιανών και 45.000 Αρμένιων προσφύγων στην Ελλάδα, να επιφέρουν την τελεία καταστροφή του Θρακικού και Μικρασιατικού ελληνισμού μαζί με του Πόντου.
Ο πλήρης απολογισμός της καταστροφής αυτής που συντελέσθηκε ιστορικά σε δύο περιόδους, (αμφότερες τετραετίες), 1914-1918 και 1920-1924 είναι πράγματι πολύ δύσκολος. Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέμισμα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, η χρεοκοπία και καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων με τον παράλληλο ευτελισμό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας που περιλαμβάνονται μαρτυρικοί βασανισμοί αιχμαλώτων, βιασμοί και ηθική οδύνη υπό το κλίμα του τρόμου και της απειλής του θανάτου, αλλά και οι ατέλειωτες πορείες αιχμαλώτων, στα περιώνυμα "τάγματα εργασίας", με άγνωστο αριθμό ανθρώπων που χάθηκαν σ'αυτά, οι σφαγές, οι θηριωδίες μέχρι και οι εκτελέσεις επί των αποφάσεων των τουρκικών Δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας δεν έχουν μέχρι σήμερα ερευνηθεί πλήρως.
Οι σύνεδροι στο Παρίσι
Αμέσως μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου (1918) ξεκίνησαν οι εργασίες στη Σύνοδο Ειρήνης στο Παρίσι μεταξύ των νικητριών χωρών, ανάμεσα σε αυτές και την Ελλάδα. Ύστερα απο αγγλική και γαλλική συμφωνία, η 1η μεραρχία του Ελληνικού στρατού υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Ζαφειρίου αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919 με σκοπό να εγκαταστήσει ελληνική διοίκηση και να προστατεύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Άλλωστε βρισκόταν ήδη από το 1913 διαδικασία εκκαθάρισης όλων των μη μουσουλμανικών στοιχείων. Ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης υποδέχθηκε με ενθουσιασμό τα ελληνικά στρατεύματα, θεωρώντας τα ως προμήνυμα για την παραχώρηση της πόλης στην Ελλάδα. Τους επόμενους μήνες συγκροτήθηκε στρατιωτική μεραρχία με έδρα την Σμύρνη υπό τον συνταγματάρχη Μαζαράκη. Τουρκικές αντάρτικες δυνάμεις αρνήθηκαν όμως να δεχθούν την ελληνική διοίκηση και ξεκίνησαν ανταρτοπόλεμο, με αποτέλεσμα η απόβαση του Ελληνικού στρατού να μετατραπεί σε μια μακρόχρονη εκστρατεία.
Παράλληλα, στη Συμμαχική Συνδιάσκεψη στο Παρίσι συζητιόταν η τύχη της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των εδαφών της. Τον Μάρτιο του 1920 το ελληνικό στρατηγείο μεταφέρθηκε από την Θεσσαλονίκη στη Σμύρνη υπό τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Ύστερα από πιέσεις του Ελευθέριου Βενιζέλου οι Μεγάλες δυνάμεις έδωσαν τη συγκατάθεση τους για προέλαση του Ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Τον Αύγουστο του 1920 υπογράφηκε τελικά η συνθήκη των Σεβρών, με την οποία γινόταν η οριστική παραχώρηση όλης της Θράκης (σχεδόν μέχρι την Κωνσταντινούπολη), καθώς και η παραχώρηση της διοίκησης της περιοχής της Σμύρνης για 5 έτη στην Ελλάδα (με το δικαίωμα ενσωμάτωσής της μετά από δημοψήφισμα). Μέχρι τις 10 Αυγούστου θα ακολουθούσε και η προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης, αλλά και επίσημα των νησιών του Αιγαίου, τα οποία ήδη κατείχε η Ελλάδα από τους Βαλκανικούς. Επίσης ο Βενιζέλος με μυστική συμφωνία με την Ιταλία (Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι) ρύθμιζε και το ζήτημα της ενσωμάτωσης της Βορείου Ηπείρου στο ελληνικό κράτος, και την τύχη των Δωδεκανήσων που κατείχαν οι Ιταλοί.
Παράλληλα με τις επιτυχίες της ελληνικής διπλωματίας και του ελληνικού στρατού, στο τουρκικό στρατόπεδο επικρατούσε εμφύλια διαμάχη μεταξύ της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Ο Κεμάλ Ατατούρκ είχε επαναστατήσει κατά του Σουλτάνου και είχε συγκροτήσει, με την σύμφωνη γνώμη της Τουρκικής εθνοσυνέλευσης, κυβέρνηση. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε καταληφθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα, στην Άγκυρα. Από εκεί ο Ατατούρκ οργάνωσε συστηματικότερα την αντεπίθεση του. Επιπλέον είχε καταφέρει να υπογράψει ανακωχή με την Ρωσία και την Γαλλία έτσι ώστε να εξασφαλίσει τα νώτα του.
Η πορεία στην Καταστροφή
Γούναρης εναντίον Βενιζέλου (εκλογές 1920)
Κρίσιμη καμπή για την εξέλιξη της Μικρασιατικής εκστρατείας αποτέλεσαν οι εκλογές του 1920. Το αποτέλεσμα των εκλογών, μέσα σε συνθήκες Εθνικού Διχασμού και δυσαρέσκειας του ελληνικού λαού για την παρατεταμένη παραμονή των ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία, ήταν καθοριστικό για την μετέπειτα ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές από τον Δημήτριο Γούναρη. Μόλις ένα μήνα πριν, ο φιλο-Ανταντικός Βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε αιφνιδίως από το διάσημο δάγκωμα του Μακάκου.
Το Νοέμβριο του 1920, ο Κωνσταντίνος Α΄ επέστρεψε στο θρόνο ύστερα από Δημοψήφισμα. Ο Κωνσταντίνος ήταν εξαιρετικά αντιπαθής στις Συμμαχικές δυνάμεις για το ρόλο που διαδραμάτισε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία, οι οποίες είχαν προειδοποιήσει την νέα κυβέρνηση για το τι θα σήμαινε μια πιθανή επιστροφή του Κωνσταντίνου στις σχέσεις τους με αυτή, παρέδωσαν διακοινώσεις με τις οποίες δεν αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους και πάγωσαν όλα τα δάνεια που είχανε δρομολογηθεί προς την Ελλάδα.[2] Μόνο η Αγγλία συνέχισε πλέον, αν και μόνο σε διπλωματικό επίπεδο[3], να υποστηρίζει την Ελλάδα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Μερικούς μήνες αργότερα το σκηνικό αλλάζει ριζικά. Η Τουρκία με ηγέτη τον Κεμάλ Ατατούρκ καταφέρνει να συνθηκολογήσει μετά την Γαλλία, Ρωσία και με την Ιταλία και να επιτύχει την προμήθεια του Τουρκικού στρατού με πολεμικό υλικό από τις προαναφερόμενες χώρες.
Ο ελληνικός στρατός στην Αλμυρά έρημο (1921).
Την άνοιξη του 1921, ο Ελληνικός στρατός, ύστερα από στρατιωτικό συμβούλιο, αποφάσισε προέλαση προς την Άγκυρα και κατέλαβε καίρια στρατηγικά σημεία (Εσκί-Σεχίρ & Αφιόν-Καραχισάρ), χωρίς όμως να καταφέρει να εξαλείψει την τουρκική απειλή. Με το πέρασμα του χρόνου η εκστρατεία εξελίχθηκε οικονομικά δυσβάσταχτη για το Ελληνικό κράτος αφού κόστιζε 8.000.000 δραχμές ημερησίως. Ο Κεμάλ ως αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους (Συνθήκη της Αγκύρας) ακύρωσε τη συνθήκη των Σεβρών, ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την Κιλικία[4] αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων. Στις 5 Απριλίου η Ιταλία εκκένωσε την περιοχή της Εφέσου, την οποία και κατέλαβε ο ελληνικός στρατός. Η προέλαση του ελληνικού στρατού τερματίστηκε στην ατυχή Μάχη στο Σαγγάριο τον Αύγουστο του 1921. Ακολούθησε στασιμότητα για περίπου ένα χρόνο, η οποία έφθειρε το ηθικό του στρατεύματος και αντίθετα έδωσε χρόνο στον Κεμάλ να αναδιοργανωθεί.
Τον Μαΐο του 1922 η κυβέρνηση Γούναρη παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων και την εξουσία ανέλαβε κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Στράτο. Επίσης, ο αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας παραιτήθηκε λόγω της άρνησης της κυβέρνησης να του στείλει ενισχύσεις και επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη Μαΐου του 1922. Στη θέση του ανήλθε ο Γεώργιος Χατζανέστης, ο οποίος διέπραξε μοιραίο λάθος, υπάγοντας απ'ευθείας στη στρατιά τα τρία σώματα στρατού. Την ίδια εποχή πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες αλλαγές στο στράτευμα με αποτέλεσμα πολλοί έμπειροι αξιωματικοί να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Σε διπλωματικό επίπεδο, οι προσπάθειες που γινόντουσαν όλο αυτό το διάστημα (Συνέδρια του Λονδίνου), μεταξύ Δυνάμεων, Ελληνικής κυβέρνησης και Τούρκων εκπροσώπων για συμβιβαστική λύση, δεν κατέληγαν σε κάποια συμφωνία. Εν τω μεταξύ , η οικονομική κατάσταση της χώρας βρισκόταν σε τραγικό επίπεδο. Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, υπουργός οικονομικών, εφήρμοσε ένα σύστημα παγκοσμίως πρωτότυπο: διχοτόμησε το χαρτονόμισμα επιβάλοντας αναγκαστικό εσωτερικό δάνειο. Αν και το σύστημα απέδωσε, εντούτοις ενέτεινε τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Παράλληλα, η αντιπαλότητα σε πολιτικό επίπεδο, μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης συνεχιζόταν αμείωτη, γεγονός που εκφραζόταν στους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων της εποχής. Χαρακτηριστικά ήταν τα πρωτοσέλιδα του "Έθνους" και του "Σκριπ" (φιλοβενιζελική η πρώτη, αντιβενιζελική η δεύτερη) με ημερομηνία 1 Ιουνίου 1922, όταν κατηγορίες αλληλοεκτοξεύονταν ανάλογα με την τοποθέτηση της εφημερίδας.
Η νέα κυβέρνηση ζήτησε την άδεια των συμμάχων για στρατιωτική επιχείρηση στη Κωνσταντινούπολη. Οι Δυνάμεις όμως αρνήθηκαν και επισήμαναν ότι δόθηκαν εντολές στα συμμαχικά στρατεύματα στη Κωνσταντινούπολη και την Μ. Ασία να εμποδίσουν κάθε ελληνική κίνηση για την κατάληψή της.
Η τουρκική αντεπίθεση
Τουρκικά στρατεύματα πριν την αντεπίθεση
Από τον Σεπτέμβριο του 1921 ο κύριος όγκος των δυνάμεων του Ελληνικού στρατού είχε συγκεντρωθεί στο Αφιόν Καραχισάρ. Οι ανώτεροι αξιωματικοί πίστευαν ότι ελέγχοντας το Αφιόν Καραχισάρ μπορούσαν να ανακόψουν την τροφοδοσία του τουρκικού στρατού. Η ανώτερη ηγεσία του ελληνικού στρατού είχε υποτιμήσει τα στρατιωτικά σώματα του Κεμάλ, με αποτέλεσμα να παραμελήσει την άμυνα των συνόρων και να αρχίσει να καταστρώνει σχέδια κατάληψης της Κωνσταντινούπολης.
Σε αντίθεση με τους Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι βρίσκονταν σε πλάνη, ο Κεμάλ Ατατούρκ γνώριζε πολύ καλά τις δυνάμεις του στρατού αλλά και τις μαχητικές ικανότητες του αντιπάλου στρατοπέδου. Χαρακτηριστικό είναι ότι από τους 177.000 Έλληνες στρατιώτες, μόνο οι 70.000 ήταν μάχιμοι ενώ οι υπόλοιποι απασχολούνταν σε διοικητικές υπηρεσίες. Ο τουρκικός στρατός είχε φροντίσει να εφοδιαστεί με καινούρια ανεπτυγμένα πυροβόλα, τα οποία τελικά έκριναν την έκβαση της μάχης στο Αφιόν Καραχισάρ. Σε αντίθεση με τους Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν κερδίσει αξιώματα χωρίς να έχουν πολεμήσει σε πεδία μαχών, οι Τούρκοι αξιωματικοί είχαν λάβει μέρος σε πολλές δύσκολες μάχες και είχαν κερδίσει επάξια τον βαθμό τους. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και το ιππικό του Κεμάλ του οποίου ο σκοπός ήταν να ανακόψει τον εφοδιασμό των Ελλήνων και ταυτόχρονα να ξεσηκώσει τους πληθυσμούς των υπό κατοχή περιοχών σε εξέγερση. Από την άλλη πλευρά ο Ελληνικός στρατός, ταλαιπωρημένος από τις μάχες, ήταν δυσκίνητος και ανοργάνωτος. Ο πολεμικός εξοπλισμός ήταν αρχαϊκός ενώ η τροφοδοσία των ενόπλων δυνάμεων δυσλειτουργούσε.
Έλληνες στρατιώτες στο Αφιόν Καραχισάρ.
Το πρωί της 13ης Αυγούστου ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε στις ελληνικές δυνάμεις στο Αφιόν Καραχισάρ. Η επίθεση των Τούρκων, την οποία διεύθυνε ο ίδιος ο Κεμάλ, ήταν αναμενόμενη παρόλ' αυτά αιφνιδίασε με την ποιότητα της την ηγεσία του Ελληνικού στρατού που περίμενε να αντιμετωπίσει άτακτα σώματα στρατού. Το πυροβολικό σε συνεργασία με το ιππικό συνέτριψαν σε ελάχιστο χρόνο την 1η & 4η μεραρχία στρατού. Οι ενισχύσεις δεν κατάφεραν να φτάσουν σύντομα, λόγω της ανασφάλειας που υπήρχε στο στράτευμα αφού η κατάλυση του νότιου μετώπου είχε ήδη διαδοθεί. Σημαντική αιτία αποδιοργάνωσης ήταν και η στρατολόγηση γεωργών και γενικά αμάχων χριστιανών οι οποίοι, εξαιτίας της απειρίας τους και του φόβου τους, αποσυντόνισαν πλήρως τα τακτικά σώματα στρατού. Παράλληλα η διακοπή κάθε μορφής επικοινωνίας, δηλαδή τηλεφώνου και τηλεγράφου, παγίδευσε τον ελληνικό στρατό σε μια εξ ολοκλήρου εχθρική περιοχή.
Δύο μέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός είχε αυτοκαταστραφεί. Στον νότο είχαν σχηματιστεί δύο σώματα στρατού, του Αθανασίου Φράγκου και του Νικολάου Τρικούπη. Στις 17 Αυγούστου ο στρατός του Νικολάου Τρικούπη περικυκλώθηκε από τους Τούρκους και σταδιακά διασπάστηκε με αποτέλεσμα στις 20 Αυγούστου ο Τρικούπης και η φάλαγγα του, η οποία συμπεριλάμβανε δύο στρατηγούς διοικητές Σωμάτων, ένα μέραρχο, 190 αξιωματικούς και 4.500 οπλίτες, να παραδοθούν. Στο Βορρά, το Γ΄ Σώμα Στρατού δεν είχε ιδιαίτερες απώλειες, επειδή το κύριο βάρος της τουρκικής επίθεσης το είχαν δεχτεί οι μεραρχίες του νότου. Στις 24 Αυγούστου έφτασε με όλα τους τα πολεμοφόδια στην Προύσα και συνέχισε την πορεία του προς τα παράλια. Βέβαια υπήρξαν περιστατικά διάλυσης, όπως η αποκοπή και η αιχμαλώτιση της 11ης μεραρχίας από τους Τούρκους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πειθαρχίας επέδειξε η Ανεξάρτητη Μεραρχία υπό τον Δημήτριο Θεοτόκη, η οποία μέσα στον γενικό πανικό που υπήρχε διατήρησε την πειθαρχία της και κατευθύνθηκε με μηδαμινές απώλειες στα ελληνικά παράλια της Μικράς Ασίας. Ο κύριος λόγος της επιτυχίας της μεραρχίας ήταν η ειλικρίνεια που έδειξαν οι αξιωματικοί της απέναντι στους στρατιώτες για τις δυσκολίες της κατάστασης που αντιμετώπιζαν, γεγονός που επέδρασε σημαντικά στην ψυχολογία των στρατιωτών και τους συσπείρωσε. Εν τω μεταξύ η ελληνική ηγεσία βρισκόταν σε πλήρη άγνοια της κατάστασης αφού την ίδια στιγμή ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζανέστης βρισκόταν στην Αθήνα και κατέστρωνε σχέδιο κατάληψης της Κωνσταντινούπολης.
Η υποχώρηση του ελληνικού στρατού.
Στις 24 Αυγούστου η στρατιωτική ηγεσία συγκεντρώθηκε στη Σμύρνη και εξέδωσε διαταγές. Όμως οι διαταγές δεν είχαν ουσιαστικό αποδέκτη αφού όχι μόνο οι επικοινωνίες είχαν διακοπεί αλλά και οι στρατιώτες δεν υπάκουαν. Η αμυντική τακτική ήταν αδύνατη αφού πολλά σώματα στρατού είχαν αποκοπεί και κατευθύνονταν στα παράλια της Μικράς Ασίας.
Στις 5 Σεπτεμβρίου τα τελευταία τμήματα του Γ'Σώματος Στρατού εγκατέλειψαν την Μικρά Ασία από το λιμάνι της Αρτάκης αφήνοντας τους ανυπεράσπιστους Μικρασιάτες στο έλεος των Τούρκων, οι οποίοι ιδίως στην περιοχή της Σμύρνης μέχρι τέλους διαβεβαιώνονταν από τις Ελληνικές Αρχές οτι δεν υπήρχε κίνδυνος και λόγος ανησυχίας.
Τέσσερις μέρες αργότερα η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη παραιτείται και ύστερα από προσπάθειες του Παλατιού σχηματίζεται κυβέρνηση υπό τον Ν. Τριανταφυλλάκο. Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη και στις 13 ξεκίνησε η Καταστροφή.
Αναφορές σε κτηνωδίες
Σφαγές από την πλευρά Τούρκων
Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Ελεύθερο Βήμα της 2 Σεπτεμβρίου 1922. Η κοινή γνώμη αγνοούσε την ταχύτητα της κατάρρευσης του ελληνικού στρατού στο μέτωπο. Τα νέα για την εγκατάλειψη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στην τύχη τους και οι θηριωδίες που ακολούθησαν έφτασαν σαν κεραυνός εν αιθρία.
Συνολικά η μικρασιατική εκστρατεία είχε ως αποτέλεσμα 25.000 νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες από ελληνικής πλευράς. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Αδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής που κυριαρχούσε οικονομικά, είχε δε καταφέρει να διατηρήσει την πολιτιστική του κληρονομιά παρ' ότι αποτελούσε μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.
Πρόσφυγες συνωστίζονται στην προκυμαία της Σμύρνης για να γλιτώσουν από τη φωτιά (1922).
Οι Τούρκοι ήθελαν να εξαφανίσουν κάθε ελληνικό στοιχείο από την Μικρά Ασία, προβαίνοντας σε ανείπωτα εγκλήματα, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες των Δυτικών αυτοπτών μαρτύρων: Μαζικές πυρπολήσεις κτηρίων και ανθρώπων, βιασμοί, σφαγές, εκτελέσεις, βασανιστήρια κ.π.α. Αμερικανοί μάρτυρες διηγούνται ιστορίες για πυρπολήσεις αρρώστων μέσα σε νοσοκομεία και παιδιών μέσα σε σχολεία. Σύμφωνα δε με τον ανταποκριτή των Τάιμς του Λονδίνου, πολλοί Χριστιανοί κάηκαν μέσα στις εκκλησίες τους, όταν αφού κατέφευγαν σε αυτές, οι Τούρκοι τούς έβαζαν επί τούτου φωτιά.
Η γνωστή εκείνα τα χρόνια αμερικανίδα ιατρός M. C. Elliott, που επί πολλά χρόνια είχε υπηρετήσει σε νοσοκομεία της Εγγύς Ανατολής, κατέθεσε τις εμπειρίες της, σύμφωνα με τις οποίες περιέθαλψε εκατοντάδες βιασμένες από Τούρκους χριστιανές κοπέλες και άκουσε για αμέτρητες άλλες τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δεν είδε ούτε μία Τουρκάλα σε αντίστοιχη κατάσταση.
Στα θύματα των Χριστιανών από τους Τούρκους συγκαταλέγεται και ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης , που πέθανε με ιδιαίτερα βασανιστικό θάνατο, καθώς και πολλοί άλλοι Επίσκοποι και ιερείς (342 μόνο στην Μητρόπολη Σμύρνης).
Αποκορύφωμα η πυρπόληση της αρμενικής και της ελληνικής συνοικίας της Σμύρνης. Το κάψιμο των σπιτιών ανάγκασε τους κρυμμένους σε αυτά Χριστιανούς να βγουν έξω στους δρόμους, με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι που είχαν γλυτώσει από τις προηγούμενες σφαγές, να πέφτουν στα χέρια των Τούρκων και να υφίστανται τρομερούς βασανισμούς πριν τον θάνατό τους. Μεταξύ των θυμάτων, υπήρξαν και μεμονωμένες περιπτώσεις Δυτικών (Αμερικανών, Ολλανδών κ.α.), παρ’ ότι οι Τούρκοι κατά κανόνα αυτούς δεν τους πείραζαν .
Οι σφαγές κατά Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους έκαναν τον Αμερικανό Πρόξενο στην Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον (George Horton) να γράψει: «Ένα από τα δυνατώτερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι άνηκα στο ανθρώπινο γένος»
Ο λευκός θάνατος της Τρίπολης
Οι Νεότουρκοι, αφότου της προέλασης των ρωσικών στρατευμάτων στις παραλιακές εκτάσεις του Χαρσιώτη ποταμού, δρομολόγησαν τις επιχειρήσεις εκτοπισμού του ελληνικού πληθυσμού, φέροντας το πρόσχημα της πιθανούς χριστιανικής σύμπραξης. Στις 8 Νοεμβρίου του 1916, ανακοινώθηκε το φιρμάνι και στις 13 Νοεμβρίου, τοιχοκολλήθηκε, δίδοντας χρονικό περιθώριο εγκατάλειψης, έως τις 16 Νοεμβρίου. Οι Έλληνες αρνήθηκαν την λιποταξία. Στις 17 Νοεμβρίου, οι Τούρκοι, προερχόμενοι από την Έσπια και τα πέριξ της Κερασούντας, εκκίνησαν τις διαδικασίες μαζικής διάλυσης κατοικιών. Τα φαινόμενα του αγροτικού σφετερισμού δεν έλλειπαν, καθ' όσον οι αποθήκες των γεωργικών καρπών πωλούνταν έναντι μηδαμινούς χρηματικής επιστροφής. Οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα ολημερίς, ώσπου στις 9 Δεκεμβρίου, ανακοινώθηκε πως το αρμενικό χωριό Μπιρκ θα αποτελούσε τον οριστικό τόπο διαμονής των διωχθέντων. Ωστόσο, οι συνθήκες διαβίωσης διατηρούνταν σε χαμηλά επίπεδα, παρατηρώντας το γλυφό και άνοστο νερό, δεδομένου ότι η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη βάδιζε σε αμφίβολες κατευθύνσεις, έχοντας πολλούς αρρώστους υπό το χείλος του πυρετού, της ακαθαρσίας και της πείνας. Ο συνωστισμός δημιουργούσε επιδημίες και ψείρες, οι οποίες αργά ή γρήγορα κατακτούσαν περισσότερες ψυχές. Οι ασθενείς φυλάσσονταν από τις οικογένειες τους, καθυστερώντας την προώθηση προς τις νοσοκομειακές μονάδες, ούσες φορείς των μικροβίων και των αποσκελετωμένων σκιών. Εκτός αυτών, η ψυχική κατάσταση των Χριστιανών βύθιζε στον κλονισμό, καθ' ότι απαλείφονταν τα αισθήματα του σεβασμού και της αγαθοσύνης, επικυριαρχώντας, η αναλγησία και ο πνευματικός ατομικισμός.
Σφαγές από την πλευρά Ελλήνων
Ο Βρετανός ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι έγραψε ότι υπήρξαν οργανωμένες σφαγές κατά την διάρκεια της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης. Ανέφερε ότι ο ίδιος και η γυναίκα του ήταν αυτόπτες μάρτυρες των «ελληνικών κτηνωδιών» - όπως τις περιγράφει - στις περιοχές Γιάλοβας (Yalova), Κίου (Gemlik) και Νικομήδειας (İzmit) και ότι όχι μόνο βρήκαν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις στην μορφή «καμένων και λεηλατημένων σπιτιών, πτωμάτων που είχαν σφαχτεί πρόσφατα και τρομοκρατημένους επιζώντες», αλλά είδαν επίσης Έλληνες πολίτες να ληστεύουν και στρατιωτικούς να προβαίνουν σε εμπρησμούς. Σύμφωνα με τον Τόινμπι με την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων εκδιώχθηκε ο άμαχος τουρκικός πληθυσμός, εξαναγκάζοντας χιλιάδες άστεγους πλέον να φύγουν από τις κατεχόμενες περιοχές.
Αντιδιαμετρικά κινείται ο Τζωρτζ Χόρτον στο βιβλίο του «Η Κατάρα της Ασίας», αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο «Η Θεωρία του 50-50», στο οποίο αντικρούει τη θεωρία περί σφαγών από Έλληνες, θεωρώντας ότι αποτελεί έξυπνη τούρκικη προπαγάνδα. Σαν αυτόπτης μάρτυρας στη Σμύρνη, γράφει ότι το σύνολο του ελληνικού στρατού τήρησε εξαιρετική στάση απέναντι στον τουρκικό λαό, ενώ κάνει ιδιαίτερη μνεία στην ελληνική διοίκηση της Σμύρνης για την αμερόληπτη εφαρμογή του νόμου, σε βαθμό που ο Κυβερνήτης Σεργιάδης, να χάσει τη δημοτικότητά του στο ελληνικό στοιχείο.
Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922, Η δίκη των έξι και Συνθήκη της Λωζάνης
Η ηγεσία του κινήματος της 11ης Σεπτεμβρίου.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή οι στρατιωτικοί επαναστάτησαν με το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922. Απαίτησαν την παραίτηση του Κωνσταντίνου, θεωρώντας τον από τους κύριους υπαίτιους των τραγικών εξελίξεων, και τη σύσταση νέας κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Αντάντ. Με τον Βασιλιά να αποχωρεί στο εξωτερικό και την κυβέρνηση να παραιτείται, συστάθηκε στην Αθήνα έκτακτο στρατοδικείο ("δίκη των έξ", επειδή έξι τελικά καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν), με πρόεδρο τον στρατηγό Αλέξανδρο Οθωναίο, όπου παραπέμφθηκαν οχτώ υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης Γούναρη, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Παράλληλα ο Ελευθέριος Βενιζέλος τοποθετήθηκε επικεφαλής των διαπραγματεύσεων με τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις και τους Τούρκους εκπροσώπους. Η ηττημένη Ελλάδα θα υπογράψει τελικά στις 24 Ιουλίου 1923 την Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία αντικατέστησε τη Συνθήκη των Σεβρών.
Η δίκη των υπαιτίων πραγματοποιήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και, χωρίς να αποδειχθεί η ενοχή των κατηγορουμένων, κατέληξε -κυρίως για την εκτόνωση της λαϊκής αγανάκτησης- με την καταδίκη σε θάνατο των: Δημητρίου Γούναρη, Νικόλαου Θεοτόκη, Γεώργιου Χατζανέστη, Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Γεώργιου Μπαλτατζή και Νικόλαου Στράτου, στις 28 Νοεμβρίου 1922, απόφαση που θεωρήθηκε από πολλούς ως προαποφασισμένη. Οι κυριότερες κατηγορίες των μαρτύρων συνέγκλιναν στο ότι "οι κατηγορούμενοι τοποθέτησαν τα συμφέροντα του Θρόνου πάνω από τα Εθνικά συμφέροντα". Η εκτέλεση έγινε την ίδια μέρα στου Γουδή και προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο εξωτερικό. 88 χρόνια αργότερα, το 2010, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του στρατοδικείου και αθώωσε τους καταδικασθέντες, μετά θάνατον.
Αποτίμηση
Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923
Προσφυγόπουλα στην Αθήνα (1923).
Η Μικρασιατική Καταστροφή θεωρείται από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη, συμφορά του ελληνισμού διαχρονικά. Με την Συνθήκη της Λωζάνης και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, ο ελληνισμός της Ανατολής εξαφανίστηκε ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια και περίπου 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες ήρθαν υπό άθλιες συνθήκες στην Ελλάδα. Το σχεδόν χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος έπρεπε τάχιστα να στεγάσει και να περιθάλψει αυτόν τον τεράστιο πληθυσμό.
Παράλληλα, με την αποχώρηση μουσουλμάνων στο θρήσκευμα από την ελληνική επικράτεια, η Ελλάδα κατέστη περισσότερο εθνικά και θρησκευτικά ομοιογενής, αλλά η Μεγάλη Ιδέα -κύριος συνεκτικός δεσμός της κοινωνίας και ο κύριος στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για σχεδόν 100 χρόνια- έλαβε τέλος.
Η Καταστροφή του 1922 θα επιφέρει βαθιές τομές εντός της ελληνικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό (δημιουργία πολυπληθούς εργατικής τάξης στα μεγάλα αστικά κέντρα), πολιτικό (ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών δυνάμεων), καθώς και πολιτισμικό (νέα μουσικά ακούσματα, κουζίνα, νέες πνευματικές αναζητήσεις και λογοτεχνικά ρεύματα, όπως η γενιά του ’30 κτλ).