Stonehenge
Στόουνχεντζ
To Στόουνχεντζ είναι νεολιθικό μεγαλιθικό μνημείο του οποίου η διαμόρφωση συνεχίστηκε ως την Εποχή του Χαλκού, κοντά στο Έιμσμπερι (Amesbury) της Αγγλίας στην κομητεία του Γουΐλτσιρ (Wiltshire), περίπου 13 χλμ βορειοδυτικά του Σώλσμπερι (Salisbury). Πρόκειται για έναν κύκλο μεγαλίθων, που κατασκευάστηκε σύμφωνα με τις πλέον αποδεκτές αρχαιολογικές εκτιμήσεις ανάμεσα στο 2500 π.Χ. και το 2000 π.Χ.. Το αρχαιότερο κυκλικό ανάχωμα και η περιφερειακή τάφρος, που ανήκουν σε πρωιμότερη φάση του μνημείου, χρονολογήθηκαν προσφάτως περί το 3100 π.Χ..
Το όνομα Στόουνχεντζ (Stonehenge) προέρχεται από τις αρχαίες αγγλικές λέξεις Stanhen gist, που σημαίνουν 'κρεμαστοί λίθοι' και έδωσαν το όνομά τους σε μια ολόκληρη κατηγορία μνημείων γνωστών ως henge(s), δηλαδή κυκλικές ή οβάλ σχήματος περιοχές με διακριτά χαρακτηριστικά τους το κυκλικό ανάχωμα και την τάφρο που το περιβάλλει. Οι αρχαιολόγοι καθορίζουν τα henge(s) ως εκχωματώσεις που συνίστανται από ένα κυκλικό έγκλεισμα, περιβεβλημένο με κρηπιδωμένη κυκλική τάφρο. Όπως συμβαίνει συχνά με την αρχαιολογική ορολογία, η λέξη είναι δάνεια από τους παλιούς αρχαιοδίφες. Όμως, ο όρος henge δεν είναι και ο καταλληλότερος για την περιγραφή του Στόουνχεντζ, στην περίπτωση του οποίου το κρηπίδωμα βρίσκεται εσωτερικά της τάφρου. Παρόλο που το Στόουνχεντζ ως μνημείο είναι σύγχρονο άλλων τυπικότερων. Το σύνολό του δεν είναι δυνατόν να καταχωρηθεί σε κάποια κατηγορία. Μορφολογικά έχει μακρινή μόνον συγγένεια με τους υπόλοιπους λίθινους κύκλους των Βρετανικών νήσων, όπως ο κύκλος του Μπρόντγκαρ (Ring of Brodgar), για παράδειγμα, ενώ τα περίφημα τρίλιθά του το καθιστούν μοναδικό. Το Στόουνχεντζ και ο περιβάλλων χώρος του προστέθηκαν στον κατάλογο της UNESCO για την Παγκόσμια Πολιτισμική Κληρονομιά το 1986.
Μέχρι σήμερα οι μελετητές και οι αρχαιολόγοι δεν γνωρίζουν ποιοι ήταν αυτοί που έχτισαν το μεγαλιθικό αυτό μνημείο. Οι μαρτυρίες που έχουμε είναι αμφισβητούμενες και είναι οι εξής:
Ο Τζέφρεϊ του Μονμάουθ το 1135 μ.Χ., στο έργο του Ιστορία των Βασιλέων της Βρετανίας (Historia Regum Britanniae) αναφέρει ότι το μνημείο διέταξε να αναγερθεί από το βασιλιά των Βρετανών Αυρήλιου Αμβρόσιου εις ανάμνηση της άγριας σφαγής, απο τον Χέωγκιστ τον Σάξονα, 500 ευγενών το 490 μ.Χ. Για να κατασκευάσει το μνημείο ο Αμβρόσιος ζήτησε τη βοήθεια του μάγου Μέρλιν (Μίριν στα κέλτικα), ο οποίος συμβούλεψε να πάρουν τους ογκόλιθους από τη νήσο της Ιρλανδίας από ένα άλλο μεγαλιθικό μνημείο στη θέση Κίλαρ. Επειδή οι ογκόλιθοι ήταν τεράστιοι, ο Μέρλιν ανέλαβε τη μεταφορά τους όπου με μαγικό τρόπο "έκανε τις πέτρες να χορεύουν πάνω από τη θάλασσα" όπως γράφει ο Μόνμαουθ. Σύμφωνα με τους μελετητές, ο παραπάνω μύθος έχει ελάχιστα πραγματικά στοιχεία και δημιουργήθηκε κυρίως για να προβάλει το βρετανικό παρελθόν έναντι του σαξονικού, καθώς ο μύθος γράφτηκε τη περίοδο της νορμανδικής κυριαρχίας στη Βρετανία.
Ο Γουόλτερ Τσάρλτον εκφράζει τη πεποίθηση ότι το μνημείο ανεγέρθη από τους Δανούς και αποτελούσε το κοινοβούλιο τους. Την άποψη αυτή τη βρίσκουμε καταγεγραμμένη το 1663 στο βιβλίο του Τσάρλτον Χορεία γιγάντων ή το Στόουνχεντζ επανακτάται από τους Δανούς (Chorea gigantum or Stone-Heng restored to the Danes)
Ο Τζον Όμπρεϊ στο έργο του Μνημείο Βρετανικό (Monumenta Britannica) υποστηρίζει ότι το Στόουνχεντζ ήταν ναός χτισμένος από τους Δρυΐδες και ανήκε στη δικαιοδοσία τους.
Ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρουν στα έργα τους έναν λαό με το όνομα Υπερβόρειοι, οι οποίοι κατοικούσαν σε ένα νησί πέρα από τη γη των Κελτών της Γαλατίας (σημερινή Γαλλία) και είχαν κατασκευάσει έναν μεγάλο κυκλικό ναό όπου λατρεύανε το θεό Απόλλωνα. Κατά πολλούς μελετητές, αυτή η εκδοχή θεωρείται αληθινή, καθώς το Στόουνχεντζ χρησιμοποιούνταν ως παρατηρητήριο για τη θέση του ήλιου, πράγμα που μπορεί να μπέρδεψαν οι αρχαίοι Έλληνες εξερευνητές με τη λατρεία του Ήλιου, που για τους ίδιους ταυτιζόταν με τον θεό Απόλλωνα.
Το 1740 ο Γουίλιαμ Στάκλεϊ δημοσιεύει το βιβλίο του Στόουνχεντζ, Ένας ναός επανακτάται από τους Βρετανούς Δρυΐδες (Stonehenge, A temple restored to the British Druids) στο οποίο παραθέτει στοιχεία τις περιοχής, που προέκυψαν μέσω δεκαετούς έρευνας, μαζί με αξονομετρικό σχέδιο του μνημείου και με ακριβείς μετρήσεις αυτού. Ο Στάκλεϊ επανεξέτασε την υπόθεση ότι το έχτισαν οι Δρυΐδες και αποφάσισε ότι είναι η μόνη πιθανή εξήγηση για το ποίος ανέγειρε αυτό το μνημείο.
Μέχρι σήμερα μελετητές από όλο τον κόσμο υποστηρίζουν πως το μνημείο είτε χτίστηκε από Μυκηναίους, είτε από Ρωμαίους, είτε από Βρετανούς, ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν την κατασκευή του ακόμα και από εξωγήινους πολιτισμούς. Τα μόνα σίγουρα στοιχεία για το Στόουνχεντζ, την ανέγερσή του και τη χρήση του είναι ότι:
Σύμφωνα με πετρογραφική ανάλυση των ογκόλιθων, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι αυτοί οι μονόλιθοι λαξεύτηκαν και μεταφέρθηκαν από λατομεία της Ουαλίας και της νοτιοδυτικής Αγγλίας.
Σύμφωνα με τη χρήση αστρονομικών διαγραμμάτων, οι αρχαιολόγοι υπολόγισαν ότι το μνημείο παρέμεινε σε χρήση για 1.500 χρόνια περίπου ως λατρευτικός χώρος και ως αστρονομικό παρατηρητήριο.
Με τη χρήση ραδιενεργών μετρήσεων οι αρχαιολόγοι υπολογίζουν ότι ανεγέρθη μεταξύ του 3000 π.Χ. και του 2000 π.Χ.
Το σύμπλεγμα του Στόουνχεντζ ολοκληρώθηκε σε αρκετές φάσεις κατασκευής που εκτίνονται σε χρόνικό βάθος 2.000 χρόνων αν και υπάρχουν ευρήματα που μαρτυρούν δραστηριότητα (βλ. Τοξότης του Στόουνχεντζ) πριν και μετά από αυτή τη χρονική περίοδο. Οι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει μεσολιθικές πασσαλότρυπες, κάτω από το σύγχρονο χώρο στάθμευσης, που χρονολογούνται περίπου από το 8000 π.Χ., αν και επιβεβαιώνεται ότι συνδέονται με το μεταγενέστερο μνημείο. Τα ταφικά ευρήματα ενός αποκεφαλισμένου Σάξωνα στην ίδια περιοχή χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα. H χρονολόγηση και η κατανόηση των διαφορετικών φάσεων του Στόουνχεντζ δεν είναι απλή υπόθεση. Είναι μια μάλλον περίπλοκη διαδικασία που στηρίζεται στα ελλιπή αρχεία των πρώτων ανασκαφών, σε πολύ λίγες ακριβείς επιστημονικά χρονολογήσεις και τη διατάραξη της φυσικής κιμωλίας του εδάφους από ανακατατάξεις της ύστερης παγετώδους και φυσικές διαταράξεις της πανίδας. Οι γενικότερα αποδεκτές φάσεις ολοκλήρωσης του μνημείου ακολουθούν λεπτομερειακά παρακάτω. Τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στο κείμενο είναι αριθμημένα στην εικόνα που δείχνει τις αλλαγές του αρχαιολογικού τοπίου. Στο σχέδιο παραβλέπονται τα τρίλιθα για λόγους σαφήνειας. Τρύπες που δεν περιέχουν ή δεν περιείχαν ποτέ λίθους φαίνονται ως ανοικτοί κύκλοι, ενώ οι λίθοι που υφίστανται έως σήμερα παρατίθενται με διαφορετικό χρώμα.
Το αρχικό μνημείο ήταν ένα κυκλικό ανάχωμα περιβεβλημένο με τάφρο (7 and 8) περίπου 115 μ. (320 πόδια) διάμετρο με μια μεγάλη είσοδο βορειοανατολικά και μια μικρότερη νότια. Οι πρώτοι οικοδόμοι τοποθέτησαν οστά ελαφιών και βοδιών στον πυθμένα της τάφρου, πολύ αρχαιότερα από τα οστέινα εργαλεία εκσκαφής που ανακαλύφθηκαν επί τόπου. Το χρονολογικό βάθος τοποθετείται περίπου στο 3100 π.Χ.. στο εξωτερικό χείλος της περικλεισμένης περιοχής είχε σκαφθεί ένας κύκλος 56 λάκκων, που εμειναν γνωστοί ως τρύπες του Όμπρεϊ (Aubrey holes), από τον αρχαιοδίφη του 17ου αιώνα Τζον Όμπρεϊ (John Aubrey), που λέγεται ότι τους ανακάλυψε πρώτος. Πιθανώς επρόκειτο για πασσαλότρυπες, αν και δε βρέθηκαν ίχνη ξυλείας κατά τις ανασκαφές. Μια μικρή εξωτερική της τάφρου εκχωμάτωση ανήκει πιθανώς στην ίδια περίοδο.
Ορατές μαρτυρίες της δεύτερης φάσης δεν υπάρχουν πλέον. Όπως φαίνεται από τις πασσαλότρυπες που χρονολογούνται στη συγκεκριμένη περίοδο υπήρξε κάποια ξύλινη κατασκευή στον περίκλειστο χώρο στην αρχή της 3ης χιλιετηρίδας π.Χ. Φαίνεται πως ξύλινες κατασκευές υπήρχαν επίσης στη βορειοανατολική είσοδο, ενώ παράλληλοι δοκοί απλώνονταν από την νότια είσοδο. Το ανάχωμα εκσκάφθηκε για να μειωθεί το ύψος του, ενώ τουλάχιστον στις 25 από τις τρύπες του Όμπρεϊ βρέθηκαν ταφικά ευρήματα που επιβεβαιώνουν την καύση νεκρών. Άσχετα, λοιπόν, από τον αρχικό προορισμό τους οι πασσαλότρυπες φαίνεται πως έγιναν τάφοι ενός ιδιαίτερου τύπου κατά την Φάση 2. Τριάντα επιπλέον καύσεις επιβεβαιώνονται σε άλλα σημεία μέσα στο μνημείο, κυρίως στην πλευρά του ανατολικού ημικύκλιου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ενίοτε το Στόουνχεντζ ερμηνεύεται ως περίκλειστος χώρος καύσης νεκρών εκείνης της εποχής, ο αρχαιότερος του είδους του στα βρετανικά νησιά. Σπαράγματα άκαυστων ανθρώπινων οστών βρέθηκαν επίσης στην τάφρο. Βρέθηκαν επίσης κεραμεικά της ύστερης Νεολιθικής που βοηθούν στη σχετική χρονολόγηση της συγκεκριμένης φάσης.