Tasmanian demon
Ο δαίμονας της Τασμανίας
Όταν νευριάσει δεν θα υπολογίσει το μέγεθος και την δύναμη του αντιπάλου του.
Ο διάβολος της Τασμανίας (Sarcophilus harrisii, Σαρκόφιλος του Χάρις) γνωστός και ως δαίμονας της Τασμανίας και σαρκόφιλος είναι σαρκοφάγο μαρσιποφόρο που, πλέον, συναντάται μόνο στην νησιωτική πολιτεία της Αυστραλίας, την Τασμανία.
Ο διάβολος της Τασμανίας είναι το μόνο επιζόν μέλος του γένους Σαρκόφιλος (Sarcophilus). Έχει μέγεθος μικρού σκύλου, αλλά είναι κοντόχοντρο και μυώδες και μετά την εξαφάνιση του θυλακίνου (Thylacinus cynocephalus), το 1936, είναι το μεγαλύτερο σαρκοφάγο μαρσιποφόρο. Χαρακτηρίζεται από την μαύρη γούνα του, την έντονη οσμή όταν αγχώνεται, την εξαιρετικά δυνατή και ενοχλητική κραυγή του και την αγριότητά του όταν τρώει. Τρέφεται από το κυνήγι αλλά και από θνησιμαία, ενώ παρόλο που είναι εν γένει μοναχικό ζώο, μερικές φορές τρώει σε ομάδες.
Ο διάβολος της Τασμανίας είναι το μεγαλύτερο επιζών σαρκοφάγο μαρσιποφόρο της Αυστραλίας. Έχει στιβαρή κατασκευή με μεγάλο κεφάλι και ουρά με μήκος περίπου το μισό του σώματός του. Τα μπροστινά του πόδια είναι ελαφρώς μακρύτερα από τα πίσω, πράγμα ασυνήθιστο για μαρσιποφόρο. Μπορεί να τρέξει με ταχύτητα 13 χιλιόμετρα την ώρα για κοντινές αποστάσεις. Η γούνα του έχει συνήθως μαύρο χρώμα, ενώ συχνά έχει ακανόνιστα λευκά τμήματα στο στήθος. Τα αρσενικά είναι συνήθως μεγαλύτερα από τα θηλυκά με μέσο μήκος σώματος, μαζί με το κεφάλι, 652 χιλιοστά, μήκος ουράς 258 χιλιοστά και μέσο βάρος 8 χιλιόγραμμα. Τα θηλυκά έχουν αντίστοιχα μέσο μήκος σώματος, μαζί με το κεφάλι, 570 χιλιοστά, μέσο μήκος ουράς 244 χιλιοστά και μέσο βάρος 6 χιλιόγραμμα. Το μέσο προσδόκιμο ζωής του διαβόλου της Τασμανίας σε άγρια κατάσταση εκτιμάται σε έξι χρόνια, ωστόσο στην αιχμαλωσία μπορεί να ζήσει παραπάνω.
Έχει μακριά μουστάκια στο πρόσωπο και σε προεξοχές στην κορυφή του κεφαλιού του. Αυτά βοηθούν τον διάβολο της Τασμανίας να εντοπίζει τη λεία του όταν κυνηγάει στο σκοτάδι, καθώς και να εντοπίζει άλλους διαβόλους που πλησιάζουν όταν τρώει. Η ακοή είναι η κυρίαρχη αίσθησή του, ενώ έχει και οξεία όσφρηση. Καθώς κυνηγάει τη νύχτα, η όρασή του τείνει να είναι ισχυρότερη σε ασπρόμαυρες συνθήκες. Σε αυτές τις συνθήκες μπορεί να εντοπίσει εύκολα κινούμενα αντικείμενα αλλά δυσκολεύεται να εντοπίσει στάσιμα.
Μια ανάλυση της δύναμης του δαγκώματος των θηλαστικών σε σχέση με το μέγεθος του σώματός τους έδειξε ότι ο διάβολος της Τασμανίας έχει το δυνατότερο δάγκωμα από οποιοδήποτε επιζών είδος θηλαστικών, αποδίδοντας πίεση 35.000 kPa. Η δύναμη των σαγονιών του οφείλεται εν μέρει στο σχετικά μεγάλο κεφάλι του. Ο τασμανικός διάβολος έχει μια ομάδα δοντιών τα οποία μεγαλώνουν αργά καθ' όλη την διάρκεια της ζωής του. Τα δόντια και τα σαγόνια του μοιάζουν με αυτά των υαινών, ένα παράδειγμα εξελικτικής σύγκλισης.
Οι διαγώνιες γραμμές υποδεικνύουν τη χρονική διάρκεια των μεταβολών. Για παράδειγμα, χρειάζονται περίπου 90 μέρες ώστε να αναπτυχθεί η γούνα σε όλο το σώμα.
Τα θηλυκά αρχίζουν να αναπαράγονται όταν φτάσουν τη σεξουαλική ωριμότητα, τυπικά τον δεύτερο χρόνο της ζωής τους. Σε αυτό το σημείο αρχίζουν να γίνονται γόνιμα μία φορά τον χρόνο, παράγοντας πολλαπλά ωάρια. Το ζευγάρωμα γίνεται τον Μάρτιο σε προφυλαγμένα σημεία κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας. Δεν είναι μονογαμικά ζώα και τα θηλυκά ζευγαρώνουν με αρκετά αρσενικά αν δεν τα επιτηρεί κάποιο μετά το ζευγάρωμα. Η εγκυμοσύνη διαρκεί 21 μέρες και γεννούν 20-30 μικρά, κάθε ένα από τα οποία ζυγίζει περίπου 0,18–0,24 γραμμάρια. Όταν γεννιούνται τα μικρά, ο ανταγωνισμός καθώς μετακινούνται από τον κόλπο στον μάρσιπο είναι έντονος. Ο μάρσιπος του θηλυκού, όπως και αυτός των Βομβατίδων, ανοίγει στην πίσω μεριά, πράγμα που δυσκολεύει το θηλυκό όταν υπάρχουν μέσα μικρά. Παρά το γεγονός ότι γεννάει πολλά μικρά, το θηλυκό έχει μόνο 4 θηλές και έτσι ποτέ δεν θηλάζουν πάνω από τέσσερα μικρά στον μάρσιπο, ενώ όσο μεγαλώνει το ζώο γεννάει μικρότερο αριθμό μικρών.Κατά μέσο όρο επιβιώνουν περισσότερα θηλυκά από ό,τι αρσενικά.
Μέσα στον μάρσιπο τα μικρά αναπτύσσονται γρήγορα. Σε 15 ημέρες τα εξωτερικά μέρη του αυτιού είναι ορατά. Τα βλέφαρα διακρίνονται στις 16 ημέρες, τα μουστάκια στις 17 και τα χείλη στις 20 ημέρες. Η γούνα αρχίζει να αναπτύσσεται στην 49η ημέρα και συνεχίζει μέχρι την 90η ημέρα. Τα μάτια τους ανοίγουν λίγο μετά την ανάπτυξη της γούνας, μεταξύ 87ης και 93ης ημέρας, ενώ το στόμα τους αποδεσμεύεται από την θηλή στην 100ή μέρα. Βγαίνουν από τον μάρσιπο 105 ημέρες μετά την γέννησή τους ζυγίζοντας περίπου 500 γραμμάρια. Εν αντιθέσει με τα μικρά των καγκουρό, οι μικροί διάβολοι δεν επιστρέφουν στον μάρσιπο, αλλά παραμένουν στην φωλιά για άλλους τρεις μήνες, αρχίζοντας να βγαίνουν από αυτήν μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου, πριν γίνουν πλήρως ανεξάρτητα τον Ιανουάριο. Οι θηλυκοί διάβολοι είναι απασχολημένοι με το μεγάλωμα των μικρών καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου εκτός από έξι εβδομάδες.
Οι διάβολοι της Τασμανίας είναι εξαπλωμένοι σε όλη την Τασμανία, αλλά πεθαίνουν γρήγορα από μεταδοτικό καρκίνο του προσώπου. Βρίσκονται σε όλα τα φυσικά περιβάλλοντα του νησιού, συμπεριλαμβανομένων των περιχώρων αστικών περιοχών, αλλά τους αρέσουν ιδιαίτερα τα ξηρά σκληρόφυλλα δάση και οι παράκτιοι δασότοποι. Ο τασμανιακός διάβολος είναι νυκτόβιος κυνηγός, περνώντας την ημέρα σε πυκνούς θάμνους ή τρύπες. Οι νεαροί διάβολοι είναι ικανοί να σκαρφαλώνουν σε δέντρα, ικανότητα που μειώνεται όσο μεγαλώνουν. Οι διάβολοι μπορούν επίσης να κολυμπούν. Είναι κατά κύριο λόγο μοναχικά ζώα και δεν σχηματίζουν αγέλες. Καταλαμβάνουν περιοχές 8-20 τετραγωνικών χιλιομέτρων, οι οποίες αλληλεπικαλύπτονται σημαντικά με αυτές άλλων ατόμων.
Οι τασμανιανοί διάβολοι μπορούν να κυνηγήσουν θηράματα μεγέθους μικρού καγκουρό, αλλά στην πράξη είναι οπορτουνιστικά ζώα και τρώνε θνησιμαία πολύ πιο συχνά από ό,τι κυνηγούν. Παρόλο που προτιμά βομβατίδες, τρώει όλα τα μικρά ενδημικά θηλαστικά, οικόσιτα θηλαστικά (συμπεριλαμβανομένων των προβάτων), πουλιά, ψάρια, έντομα, βατράχια και ερπετά. Η δίαιτά τους έχει μεγάλη ποικιλία και εξαρτάται από το τι υπάρχει διαθέσιμο. Κατά μέσο όρο τρώνε το αντίστοιχο του 15% του σωματικού τους βάρους περίπου, κάθε ημέρα, ωστόσο μπορούν να φάνε έως και το 40% του βάρους τους σε 30 λεπτά εάν δοθεί ευκαιρία. Οι τασμανικοί διάβολοι εξαφανίζουν κάθε ίχνος του πτώματος, τρώγοντας εκτός από το κρέας και τα εσωτερικά όργανα, τα οστά και την γούνα. Από αυτή την άποψη, ο διάβολος της Τασμανίας έχει κερδίσει την εκτίμηση των Τασμανών αγροτών, καθώς η ταχύτητα με την οποία καθαρίζει τα πτώματα προλαμβάνει την εξάπλωση εντόμων που σε άλλη περίπτωση θα μπορούσαν να βλάψουν τα ζώα τους.
Παρόλο που κυνηγούν μόνοι τους, η καταβρόχθιση τροφής είναι κοινωνικό γεγονός για τον διάβολο της Τασμανίας. Μεγάλο μέρος των θορύβων που του αποδίδονται είναι αποτέλεσμα της άγριας συλλογικής κατανάλωσης της λείας, κατά την οποία μπορεί να συγκεντρωθούν έως και 12 άτομα, τα οποία μπορούν να ακουστούν σε απόσταση αρκετών χιλιομέτρων. Μία μελέτη των συνηθειών των διαβόλων κατά την διατροφή τους ταυτοποίησε 20 στάσεις του σώματός του, συμπεριλαμβανομένου του χαρακτηριστικού άγριου χασμουρητού τους, και 11 διαφορετικούς ήχους που χρησιμοποιούν οι διάβολοι για να επικοινωνούν όταν τρώνε. Επιβάλλουν την κυριαρχία τους με ήχους και με στάσεις του σώματός τους, ωστόσο μπορεί να εμπλακούν και σε διαμάχη. Τα ενήλικα αρσενικά είναι τα πιο επιθετικά, ενώ είναι σύνηθες να προκαλούνται ουλές από διαμάχες για την τροφή ή το ζευγάρωμα.
Για αρκετό καιρό η Τασμανία είναι το τελευταίο καταφύγιο των μεγάλων σαρκοφάγων μαρσιποφόρων. Όλα τα μεγάλα σαρκοφάγα μαρσιποφόρα εξαφανίστηκαν από την ηπειρωτική Αυστραλία λίγο μετά την έλευση των ανθρώπων. Μόνο τα μικρότερα και πιο ευπροσάρμοστα επιβίωσαν. Απολιθωμένα στοιχεία από την δυτική Βικτώρια δείχνουν ότι οι διάβολοι της Τασμανίας υπήρχαν στην ηπειρωτική Αυστραλία μέχρι περίπου πριν 600 χρόνια (περίπου 400 χρόνια πριν τον ευρωπαϊκό αποικισμό). Η εξαφάνισή τους αποδίδεται στην θήρευσή τους από το ντίνγκο και τους ιθαγενείς Αυστραλούς. Στην Τασμανία όπου δεν υπήρχαν ντίνγκο, σαρκοφάγα μαρσιποφόρα υπήρχαν μέχρι την άφιξη των Ευρωπαίων. Η εξαφάνιση της θυλακίνης μετά την άφιξη των Ευρωπαίων είναι αρκετά γνωστή, ωστόσο απειλήθηκαν επίσης και οι διάβολοι της Τασμανίας.
Οι πρώτοι άποικοι της Τασμανίας έτρωγαν τον τασμανιακό διάβολο, του οποίου την γεύση συνέκριναν με αυτή του μοσχαριού. Καθώς πιστεύονταν ότι οι διάβολοι θα κυνηγούσαν και θα σκότωναν οικόσιτα ζώα, καθιερώθηκε πρόγραμμα επιδότησης για την απομάκρυνση του διαβόλου από τις αγροτικές ιδιοκτησίες στις αρχές του 1830. Στα επόμενα 100 χρόνια, το κυνήγι με παγίδες και οι δηλητηριάσεις τούς έφεραν στα όρια της εξαφάνισης. Μετά τον θάνατο της τελευταίας θυλακίνης το 1936, αναγνωρίστηκε και η απειλή για την επιβίωση των διαβόλων. Ο διάβολος της Τασμανίας προστατεύτηκε με νόμο το 1941 με αποτέλεσμα να ανακάμψει με αργούς ρυθμούς ο πληθυσμός του.
Στην καταγεγραμμένη ιστορία συνέβησαν τουλάχιστον δύο μεγάλες μειώσεις στον πληθυσμό των διαβόλων, πιθανώς λόγω επιδημίας, το 1909 και το 1950. Το Υπουργείο Πρωτογενούς Βιομηχανίας και Νερού της Τασμανίας αναφέρει ότι ο τρέχων πληθυσμός βρίσκεται στο εύρος 10.000 με 100.000 ατόμων, με το πιο πιθανό να είναι μεταξύ 20.000 και 50.000 ενήλικων ατόμων. Ο κύριος επιστήμονας του προγράμματος για την ασθένεια όγκων του προσώπου των διαβόλων (DFTD), Hamish McCallum, δίνει μια πιο συντηρητική εκτίμηση για τον πληθυσμό, μεταξύ τουλάχιστον 25.000 και το πολύ 75.000 άτομα.
Η ασθένεια όγκων προσώπου του διάβολου της Τασμανίας προκαλεί τον σχηματισμό όγκων μέσα και γύρω από το στόμα, εμποδίζοντας την διατροφή και προκαλώντας τελικά θάνατο από ασιτία.
Η ασθένεια (Devil Facial Tumour Disease, DFTD) εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1996 σε διαβόλους στην φύση, ενώ οι εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της κυμαίνονται μεταξύ 20% και 50% μείωση στον πληθυσμό στο 65% της πολιτείας. Οι προσβεβλημένοι πυκνοί πληθυσμοί έχουν θνησιμότητα που φτάνει το 100% σε 12-18 μήνες. Το είδος καταχωρήθηκε ως επικίνδυνο για εξαφάνιση με Τασμανικό (Threatened Species Protection Act 1995) και Αυστραλιανό (Environment Protection and Biodiversity Conservation Act 1999) νόμο το 2006 που σημαίνει ότι κινδυνεύει με εξαφάνιση μεσοπρόθεσμα. Η IUCN είχε καταχωρήσει το 1996 τον διάβολο της Τασμανίας ως είδος με ελάχιστο κίνδυνο εξαφάνισης, αλλά το 2009 επανακαταχωρήθηκε ως απειλούμενο είδος.
Οι άγριοι πληθυσμοί διαβόλων παρακολουθούνται ώστε να εντοπιστεί η διάδοση της ασθένειας και να διαπιστωθούν αλλαγές στην εξάπλωσή της. Η παρακολούθηση περιλαμβάνει την παγίδευση των ζώων σε μία καθορισμένη περιοχή, ώστε να ελεγχθεί η παρουσία της ασθένειας και να εξακριβωθεί ο αριθμός των προσβεβλημένων ζώων. Η ίδια περιοχή ελέγχεται συχνά για τον χαρακτηρισμό της εξάπλωσης της ασθένειας με τον χρόνο. Μέχρι τώρα έχει διαπιστωθεί ότι τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα της ασθένειας σε μία περιοχή μπορεί να είναι σοβαρά. Είναι απαραίτητη η μακροπρόθεσμη παρακολούθηση παρόμοιων περιοχών, ώστε να αποτιμηθεί το αν τα αποτελέσματα αυτά παραμένουν ή αν ο πληθυσμός μπορεί να ανακάμψει. Δοκιμάζεται επίσης η αποτελεσματικότητα καταπολέμησης της ασθένειας με την απομάκρυνση των προσβεβλημένων ατόμων. Ελπίζεται ότι η απομάκρυνση των προσβεβλημένων ατόμων από τους άγριους πληθυσμούς θα μειώσει την επικράτηση της ασθένειας και θα επιτρέψει σε περισσότερα άτομα να επιβιώσουν αρκετά ώστε να αναπαραχθούν.
Η ασθένεια είναι ένα παράδειγμα μεταδοτικού καρκίνου. Καθώς δεν υπάρχει θεραπεία, γίνεται προσπάθεια απομάκρυνσης των άρρωστων ζώων και τοποθέτησης σε καραντίνα υγιών ζώων σε περίπτωση που εξαλειφθεί ο άγριος πληθυσμός. Επειδή οι διάβολοι της Τασμανίας έχουν εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα γενετικής ποικιλομορφίας και μία χρωμοσωμική μετάλλαξη μοναδική στα σαρκοβόρα θηλαστικά, είναι πιο ευάλωτα στον μολυσματικό καρκίνο.
Δύο πληθυσμοί «ασφαλείας» υγειών ατόμων έχουν τοποθετηθεί σε εγκαταστάσεις στο προάστιο Χόμπαρντ της Ταροόνα καθώς και στη Νήσο Μαρία στις ακτές της Τασμανίας. Μία άλλη πιθανότητα είναι η αναπαραγωγή σε αιχμαλωσία σε ζωολογικούς κήπους στην ηπειρωτική Αυστραλία. Η παρακμή στον αριθμό των διαβόλων θεωρείται επίσης ως οικολογικό πρόβλημα, καθώς η παρουσία του στο οικοσύστημα των τασμανιακών δασών πιστεύεται ότι εμπόδιζε την εγκατάσταση της κόκκινης αλεπούς που εισήχθη παράνομα στην Τασμανία το 2001. Οι αλεπούδες είναι προβληματικό εισβάλλον είδος σε όλες τις άλλες πολιτείες της Αυστραλίας και η εγκαθίδρυσή τους στην Τασμανία θα δυσχεράνει την ανάκαμψη του πληθυσμού των τασμανιανών διαβόλων.
Πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ έδειξε ότι ο μολυσματικός καρκίνος του προσώπου ενδέχεται να εξαπλώνεται εξαιτίας της εξαιρετικά χαμηλής γενετικής ποικιλομορφίας στα ανοσολογικά γονίδια (MHC τάξη I και II), εγείροντας ερωτήματα σχετικά με το πόσο εύκολα, μικροί και εν δυνάμει ενδογαμικοί πληθυσμοί ζώων είναι ικανοί να επιβιώσουν.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν σοκαρισμένοι την ύπαρξη εν δυνάμει καρκινογόνων χημικών ουσιών, επιβραδυντών φλόγας, στους διάβολους της Τασμανίας. Προκαταρκτικά αποτελέσματα από πειράματα που παραγγέλθηκαν από την Τασμανιανή κυβέρνηση σε χημικές ουσίες που βρέθηκαν στον λιπώδη ιστό 16 διαβόλων αποκάλυψαν υψηλά επίπεδα 2,2′,4,4′,5,5′-εξαβρωμοδιφαινύλιου (BB153) και σχετικά μεγάλα επίπεδα δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα (BDE209).