Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Η τετράποδη φάλαινα

Η τετράποδη φάλαινα
Η τετράποδη φάλαινα περπατούσε στην ξηρά και κολυμπούσε στη θάλασσα πριν από 43 εκατομμύρια χρόνια.

Το νέο αυτό είδος που ανακαλύφθηκε, περιγράφεται σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Current Biology.







Παλαιοντολόγοι εντόπισαν στις ακτές του νότιου Περού ένα καλά διατηρημένο απολίθωμα μίας τετράποδης φάλαινας που ζούσε τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα πριν από 43 εκατομμύρια χρόνια.
Η ανακάλυψη αυτή συμπληρώνει κάποια από τα κενά που είχαν οι επιστήμονες σχετικά με την εξέλιξη των κητωδών.

Οι πρόγονοι των φαλαινών και των δελφινιών ζούσαν στην ξηρά πριν από 50 εκατομμύρια χρόνια, στην περιοχή της σημερινής Ινδίας και του Πακιστάν. Ομάδες παλαιοντολόγων έχουν επίσης βρει στη Βόρεια Αμερική απολιθώματα ηλικίας 41,2 εκατομμυρίων ετών από τα οποία συμπέραναν ότι εκείνη την εποχή τα κητώδη έχασαν την ικανότητά τους να στέκονται στα πόδια τους και να περπατούν.








Το νέο αυτό είδος περιγράφεται σε μια μελέτη που δημοσιεύεται σήμερα στην επιστημονική επιθεώρηση Current Biology. Εκτιμάται ότι το είδος αυτό είναι ηλικίας 42,6 εκατομμυρίων ετών και συμπληρώνει το "δέντρο" της εξέλιξης των κητωδών. Έχει μήκος 4 μέτρα και το επιστημονικό όνομά του είναι Peregocetus pacificus. Βρέθηκε σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τα παράλια του Ειρηνικού, στην Πλάγια Μέδια Λούνα, 250 χιλιόμετρα νοτίως της Λίμα.









Η φάλαινα είχε τέσσερα πόδια, ικανά να σηκώνουν το βάρος της στην ξηρά. Αυτό σημαίνει ότι η Peregocetus pacificus μπορεί να επέστρεφε στις βραχώδεις ακτές για να ξεκουραστεί ή ακόμη και να γεννήσει εκεί, αν και πιθανότατα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο νερό. Και τα τέσσερα άκρα της είχαν μικρές οπλές, ενδεχομένως να είχαν και νηκτική μεμβράνη. Με τα μακριά δάχτυλά της και τα σχετικά αδύνατα άκρα της, το περπάτημα στην ξηρά μάλλον δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση.

"Πιστεύουμε ότι τρεφόταν στο νερό και ότι η μετακίνησή της στη θάλασσα ήταν ευκολότερη σε σύγκριση με τη στεριά", εξήγησε ο παλαιοντολόγος Όλιβερ Λάμπερτ του Βασιλικού Βελγικού Ινστιτούτου Φυσικών Επιστημών, ο επικεφαλής της έρευνας.