The Garden of Earthly Delights
Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων
Hieronymus Bosch
Τι κρύβεται πίσω από το θρυλικό πίνακα «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων»;
Πριν πεντακόσια χρόνια, ο ζωγράφος που αργότερα θα τον γνώριζαν όλοι με το όνομα Ελ Μπόσκο, δούλευε το αινιγματικό του έργο που ήταν φτιαγμένο από παραισθήσεις και φρίκη. Στη διάρκεια των αιώνων, πολλοί αναρωτήθηκαν τί ήταν αυτό που ώθησε το χέρι του ζωγράφου να φιλοτεχνήσει αυτόν τον παράξενο πίνακα. Τί οράματα, τί όνειρα και ποιές γνώσεις μυστικές ήταν η πηγή της έμπνευσής του;
Υπάρχουν πίνακες τους οποίους κοιτάζεις αδιάφορα, στρέφοντας διαδοχικά το βλέμμα σου από τον έναν στον άλλον. Σε άλλους, αφιερώνεις λίγη προσοχή παραπάνω· ίσως, ακόμα, να κάνεις μερικά βήματα προς το μέρος τους, μα μέχρι εκεί· και πάλι, μερικές μέρες αργότερα, είναι αβέβαιο κατά πόσο θα τους θυμάσαι, πέρα από τη θολή εντύπωση που θα’ χεις αποκομίσει. Υπάρχει μία ακόμα, τελευταία, κατηγορία: οι πίνακες που, όταν βρίσκεσαι σ’ ένα μουσείο ή μια γκαλερί, μαγνητίζουν το βλέμμα και τα βήματά σου σε τέτοιο βαθμό που, πριν ακόμα τους κοιτάξεις, μοιάζουν να είναι αυτός ο λόγος της παρουσίας σου στο χώρο. Σε τραβάνε τόσο που τους πλησιάζεις σε απόσταση αναπνοής, προσπαθώντας να ξεχωρίσεις κάθε τους λεπτομέρεια. Κι αργότερα, όταν κληθείς να καταθέσεις τις εντυπώσεις σου, με παβλοβιανά σχεδόν αντανακλαστικά, είναι οι πρώτοι που θα αναφέρεις.
Κοιτώντας το εξωτερικό μέρος του πίνακα του Bosch, δεν είναι αυτή η αντίδραση που προκαλείται. Κάτι υπάρχει εδώ, το σκέφτεσαι, σαν πρώιμο ερέθισμα, μα ακόμη δεν είσαι σίγουρος για το μέγεθός του. Όπως και να’ χει, κάνεις τα πρώτα βήματα. Πλησιάζεις. Βλέπεις τη μουντή, σε γαλαζοπράσινο φόντο, απεικόνιση της γης· την εξωκοσμική της προοπτική στην οποία οι λεπτομέρειες είναι δυσδιάκριτες: Ξεχωρίζει, σαφώς, η έλλειψη ανθρωπίνων μορφών και η κυριαρχία της απλής βλάστησης και των πετρωμάτων, κάτι που υποδεικνύει, κατά τη βιβλική παράδοση, την τρίτη μέρα της δημιουργίας, όταν ο άνθρωπος και τα ζώα ακόμα δεν είχαν πάρει τη θέση τους στον κόσμο. Στον πάνω μέρος, αριστερά, σεβάσμιος με τη μορφή του ουράνιου πατέρα, φορώντας ένα στέμμα και κρατώντας μία βίβλο, διακρίνεται ο Θεός. Στην κορυφή του πίνακα, διαβάζουμε τη φράση από τον 33ο ψαλμό: «Ipse dixit, et facta sunt: ipse mandavit, et creata sunt» [Μίλησε, κι έγιναν· πρόσταξε, και δημιουργήθηκαν]
Κι ύστερα, πριν καλά-καλά προλάβεις να κοιτάξεις το εξωτερικό του μέρος όσο θα ήθελες, ο πίνακας ανοίγει. Το επόμενο δευτερόλεπτο αυτό είναι παρελθόν. Και το’ χεις ξεχάσει. Η αντίθεση από το μουντό φόντο στο οποίο, πρωτύτερα, είχε συνηθίσει το μάτι είναι εκτυφλωτική: τα χρώματα, οι λεπτομέρειες, η ένταση του φωτός, ο πλούτος των απεικονιζόμενων σκηνών προκαλούν τέτοια εισροή συναισθημάτων και σκέψεων που, για μερικές στιγμές, μέχρι να αποφασίσεις που θα επικεντρώσεις το βλέμμα σου, το μόνο που αποκομίζεις είναι μια φευγαλέα εντύπωση. Αργείς να αναλύσεις αυτό που βλέπεις κι αυτή κρατάει περισσότερο απ’ όσο έχεις συνηθίσει. Τότε σε διαπερνά το πρώτο ρίγος αμηχανίας. Είναι, τελικά, μια φευγαλέα εντύπωση μεγαλείου η οποία, αργότερα, όταν ξεκινάς τη σκηνή προς σκηνή εξέταση του πίνακα, όχι απλά επιβεβαιώνεται, αλλά σε προκαλεί να αναρωτηθείς αν έχεις αντικρίσει, και νιώσει, ξανά κάτι ανάλογο.
Ο Κήπος των Επίγειος Απολαύσεων, βεβαίως, αποτελεί το διασημότερο έργο του Ολλανδού ζωγράφου Hieronymus Bosch. Ζωγραφισμένος μεταξύ του 1490 και του 1510, όταν ο ζωγράφος ήταν μεταξύ 40 και 60 χρόνων, αποτελεί, ως προς την ερμηνεία του, ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της αναγεννησιακής τέχνης, καθώς, ακόμα και σήμερα, δεν υπάρχει μία ξεκάθαρη και κοινά αποδεκτή ερμηνεία του πίνακα, που να φωτίζει, δίχως δεύτερες σκέψεις και αμφισβητήσεις, τα κίνητρα και τους συμβολισμούς του Bosch. Το τρίπτυχο, ζωγραφισμένο με λαδομπογιά πάνω σε ξύλο, απεικονίζει τρεις διαφορετικές σκηνές οι οποίες, όπως έχει επικρατήσει και για τα υπόλοιπα τρίπτυχα του Bosch, διαβάζονται χρονολογικά από τα αριστερά προς τα δεξιά με το κύριο μέρος, πάντα, να βρίσκεται στο κέντρο.
Στην κεντρική σκηνή του πρώτου μέρους, του αριστερού, ο Θεός παρουσιάζει την Εύα στον Αδάμ. Πριν την πτώση ακόμα, καθώς βρίσκονται στην Εδέμ, ο Αδάμ βλέπει ένα πλάσμα της ίδιας φύσης μ’ αυτόν, που’ χει δημιουργηθεί με τα δικά του υλικά, και, συμπαιρένοντας από το βλέμμα του, αυτό του προκαλεί έκπληξη. Παράλληλα, κρίνοντας από το τρόπο που έχει τοποθετήσει το χέρι στο αριστερό του πόδι, νιώθει σεξουαλική έλξη και την πρώτη επιθυμία για αναπαραγωγή, ενώ τα πόδια του προεκτείνονται ελαφρώς για να ακουμπήσουν το χιτώνα του Θεού, ο οποίος, αντίθετα με τον τρόπο που απεικονίζεται στο εξωτερικό του πίνακα, εδώ παρουσιάζεται με τη μορφή του Χριστού. Με το δεξί του χέρι τους ευλογεί, ενώ με το αριστερό κρατά τον καρπό της Εύας, δημιουργώντας έτσι, σε συνδυασμό με την επαφή των ποδιών του Αδάμ με τον χιτώνα του, έναν ισχυρό δεσμό ανάμεσα στους τρεις τους, αντιπροσωπεύοντας την ιδιαίτερη σχέση που, εκ θεμελίων, υπάρχει ανάμεσα στους πρωτόπλαστους και το δημιουργό τους. Το βλέμμα της Εύας, χαμηλωμένο, δείχνει να αποφεύγει και τους δύο, δίχως όμως να αμφισβητείται ότι, με τον τρόπο που είναι τοποθετημένο το σώμα της, παρουσιάζεται στον Αδάμ.
Το τοπίο συμπληρώνεται από ζώα, άλλα πλάσματα της φαντασίας του Bosch κι άλλα αληθινά, μερικά ζωγραφισμένα σε άσπρο χρώμα, συμβολίζοντας έτσι την αγνότητα που ακόμα δεν έχει χαθεί, από καλυβοειδή σχήματα, μερικά εκ των οποίων είναι φτιαγμένα από πέτρα κι άλλα, τουλάχιστον εν μέρει, φαίνονται οργανικά, από πλούσια βλάστηση, προεξέχουσας μίας δράκαινας, δέντρο-σύμβολο της αιώνιας ζωής. Πολλές από αυτές τις μορφές προέρχονται από την τότε ταξιδιωτική λογοτεχνία –αντανακλάται, έτσι, η γνώση ενός αριστοκρατικού αναγνωστικού κοινού, μέρους του οποίου υπήρξε κι ο ίδιος ο Bosch.
Το κεντρικό μέρος του πίνακα είναι αυτό που του έχει δώσει τ’ όνομά του: Ο κήπος των Επίγειων Απολαύσεων. Η γραμμή του ορίζοντα ταιριάζει απολύτως με αυτήν του αριστερού μέρος, ενώ η λίμνη στο κέντρο της, αντηχεί, με τον πιο εύηχο τρόπο, την αντίστοιχη της προηγούμενης σκηνής. Η χωρική σύνδεση μεταξύ των δύο εικόνων είναι εμφανής. Το μέρος που απεικονίζεται, μετά βεβαιότητας, δεν είναι ούτε ο παράδεισος, ούτε κάποια επίγεια σκηνή: η προοπτική δείχνει να έχει απωλέσει παντελώς την κανονικότητα της. Πιο συγκεκριμένα: σύντομα μοτίβα, δίχως ίχνος επίγειας λογικής, αναπαριστούν τεράστιες πάπιες με μικρές ανθρώπινες φιγούρες, υπερμεγέθη φρούτα, ψάρια να περπατάνε στη στεριά, πουλιά που κατοικούν στο νερό, ένα παθιασμένο ζευγάρι συσκευασμένο σε φούσκα αμνιακού υγρού, έναν άντρα, που βρίσκεται μέσα σ’ ένα φρούτο, να κοιτάζει επίμονα ένα ποντίκι. Στην κεντρική λίμνη, αντίθετα με άλλα μέρη του πίνακα, τα βιολογικά φύλα είναι διακριτά, καθώς γυναίκες απεικονίζονται μαζί με παγώνια, ενώ άλλες κουβαλάνε φρούτα με μορφή κερασιού το οποίο τότε, κατά τις ενδείξεις, αποτελούσε σύμβολο υπερηφάνειας. Γύρω τους, σα σε παρέλαση, άνδρες πάνω σε άλογα, γαϊδούρια, μονόκερους, καμήλες κι άλλα φανταστικά ζώα, σχηματίζουν έναν κινούμενο κύκλο. Πολλοί από’ αυτούς κάνουν ακροβατικά –προφανώς, για να τραβήξουν την προσοχή των γυναικών, κάτι που καταδεικνύει τη σεξουαλική έλξη που υπάρχει μεταξύ τους. Ακόμα κι ο κύκλος, βέβαια, σχηματίζεται «παράτυπα»: η φορά του είναι αντίθετη από αυτήν του ρολογιού.
Προχωρώντας στο δεξιό μέρος του πίνακα, η αντίθεση, εν συγκρίση με τα δύο προηγούμενα μέρη, είναι ευθεία κι άμεση: η φυσική ομορφιά και το φως της μέρας έχουν αντικατασταθεί από τη νύχτα, τις φλόγες και τις εικόνες βασανιστηρίων. Εδώ, αναπαριστάται η κόλαση, ένα θέμα που αποτελεί το αντικείμενο πολλών πινάκων του Bosch. Ο άνθρωπος έχει υποκύψει στους πειρασμούς του κι αυτοί τον οδήγησαν στην αιώνια καταδίκη.Ο πλούτος λεπτομερειών κι εικόνων δε λείπει ούτε απ’ αυτό το κομμάτι του πίνακα: απεχθή βασανιστήρια, φωτιές, πόλεμος, δαίμονες, μεταλλαγμένα ζώα που τρέφονται με ανθρώπινη σάρκα· όλα εικόνες βγαλμένες από το σκοτεινό υποσυνείδητο του ανθρώπου. Παράλληλα, η αντανάκλαση των εκρήξεων μετατρέπει το νερό σε αίμα, ενώ οι σκηνές με τα μουσικά όργανα, κυρίως με την άρπα και το λαούτο, τα οποία εντοπίζει κανείς και σε άλλους πίνακες του Ολλανδού ζωγράφου με διαφορετική θεματολογία, οξύνουν την αντίθεση μεταξύ απόλαυσης και βασανιστηρίων. Αναμφισβήτητα, βέβαια, το κέντρο της εικόνας είναι ο άνθρωπος-δέντρο, στο κεφάλι του οποίου στηρίζεται ένας δίσκος στον οποίο περπατάνε διάφοροι δαίμονες, και το πρώτο πράγμα που, κοιτάζοντας το πρόσωπό του, γίνεται εμφανές είναι το μειλίχιο χαμόγελό του. Ένα χαμόγελο που, σύμφωνα με τους κριτικούς τέχνης, πέρα από την κατάληξη της ανθρωπότητας αυτή καθεαυτή, συγκρινόμενο με το ύφος του θεού στο πρώτο, αριστερό, μέρος του πίνακα, καταδεικνύει την τελική νίκη του διαβόλου. Επίσης, βασιζόμενοι σε προσωπογραφίες του Bosch, πολλοί κριτικοί τέχνης έχουν υποστηρίξει πως το πρόσωπο θα μπορούσε να ανήκει στον ίδιο τον αναγεννησιακό ζωγράφο. Ο διάβολος, που έχει τη μορφή τέρατος και το κεφάλι πουλιού, κάθεται σε κάτι που μπορεί να είναι θρόνος, τουαλέτα, ή μία σύνθετη αναπαράσταση αμφοτέρων. Ακριβώς από κάτω του, ένα γουρούνι, ντυμένο με τα ράσα μιας καλόγριας, προσπαθεί να σοδομίσει και να αναγκάσει έναν άντρα να υπογράψει κάποια έγγραφα. Εικάζεται πως τα έγγραφα αυτά εμπεριέχουν την εντολή για τη μεταβίβαση της περιουσίας του στην εκκλησία, συμβολίζοντας έτσι τη διαφθορά που, ειδικά εκείνη την εποχή, έτεινε να καλύψει κάθε πτυχή της.
Ο Bosch, με τον Κήπο των Γήινων Απολαύσεων, κατάφερε να ακολουθήσει και να καταγράψει τη ροή της ανθρώπινης συνείδησης. Να δημιουργήσει οικείες εικόνες μέσω ανοίκειων αναπαραστάσεων όπου τίποτα δεν είναι στην κανονική του σειρά. Να απεικονίσει το ζώο που βρίσκεται εντός κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Να καταγράψει μια αλήθεια που μόνο ο ίδιος, σαν καλλιτέχνης, γνωρίζει. Να δείξει την απόλυτη συνύπαρξη μεταξύ καλού και κακού, θείου και διαβολικού.
ΚΙ, όμως, μετά απ’ όλα αυτά, αφού κατόρθωσε αυτήν την πολυεπίπεδη ένταξη εντός ενός καλλιτεχνικού έργου, έκανε όλα τα παραπάνω να μοιάζουν δευτερεύοντα. Σαν τις ανούσιες παραπομπές στο τέλος ενός βιβλίου που, απορροφημένος από την ανάγνωση, κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να διαβάσει. Σε κάθε επόμενη ματιά που στρέφεται στον πίνακα, με προσοχή κι αφοσίωση, ανεξάρτητα του σημείου που εστιάζει το μάτι, το «Τι σημαίνει αυτό;» δύει, σκεπάζεται από τα σύννεφα και τον ορίζοντα. Το κέντρο της προσοχής μετατοπίζεται. Παύεις να αναλύεις απλά, όσο απλό μπορεί να είναι, ένα έργο τέχνης. Το αντικείμενο της ανάλυσης, πλέον, καθρεφτίζεται στο υποκείμενο του. Το «Ποιος είμαι εγώ;» ανατέλλει τόσο που, τελικά, σκεπάζει τα πάντα.
Από το muplibb
Ο υπερρεαλιστής και αποκρυφιστής καλλιτέχνης και οι απίστευτα λεπτομερείς πίνακές του.
Κείμενο: Els Team
«Επινοητής τεράτων και χιμαιρικών οπτασιών», ο Ιερώνυμος Μπος σφράγισε τον Μεσαίωνα και την Ολλανδική ζωγραφική ενώ από το 1600 ήδη ο ιστορικός τέχνης Κάρελ φαν Μάντερ χαρακτήρισε τους πίνακες του Μπος ως «θαυμαστέςκαι παράξενες φαντασιώσεις, συχνά ανατριχιαστικές».
Έξι αιώνες αργότερα, οι μελετητές των έργων του δεν σταματούν να ερμηνεύουν το νόημα και τις καταβολές της ζωγραφικής του. Υπερρεαλιστής και αποκρυφιστής με τους απίστευτα λεπτομερείς πίνακές του απεικονίζει τη μυστηριώδη και σκοτεινή όψη φανταστικών χώρων και χαρακτήρων, που συχνά είναι απόλυτα τρομακτικοί. Η εγγενής έννοια του κρυπτικού συμβολισμού των έργων του έχει προκαλέσει διαφωνίες ανάμεσα στους ειδικούς σε όλο τον κόσμο.
Η χρονολογία της γέννησης του καλλιτέχνη δεν είναι γνωστή με ακρίβεια, υπολογίζεται όμως γύρω στα 1450. H χρονιά του θανάτου του είναι καταγραμμένη στα αρχεία της αδελφότητας που ανήκε: «Θάνατος αδελφών. Έτος 1516: Ιερώνυμος Άκεν, άλλως Μπος, διακεκριμένος ζωγράφος».
Ο Μπος γεννήθηκε στη Βραμάνδη. Το «Μπος» είναι η τελευταία συλλαβή της πόλης όπου γεννήθηκε, τους Χερτόγκενμπος ή, γαλλικά, Μπουά-λε-Ντυκ. Στην Ιταλία τον ήξεραν με το εξιταλισμένο όνομα Μπόσκο ντι Μπολντούκ. Ωστόσο το πραγματικό του όνομα ήταν Βαν Άκεν, χωρίς άλλο γιατί η οικογένειά του καταγόταν από το Άαχεν κι ας είχε εγκατασταθεί στο Χερτόγκενμπος από τα τέλη του 14ου αιώνα.
Ο Ιερώνυμος Μπος ήταν μέλος της Αδελφότητας της Παναγίας, που στα αρχεία της έχουν βρεθεί αρκετές πληροφορίες. Στα 1486 ο Ιερώνυμος, γιος του Αντωνίου Βαν Άκεν έγινε δεκτός σ’ αυτή την ένωση, που τα μέλη της ήταν κουρεμένα και φορούσαν στολή από ειδικό χοντρό μάλλινο ύφασμα. Ο Μπος έπαιρνε μέρος στη σκηνοθεσία «μυστηρίων», θεατρικών παραστάσεων που παρουσίαζε κατά παράδοση η Αδελφότητα της Παναγίας, και στην οργάνωση αρμάτων με θρησκευτικές σκηνές που ακολουθούσαν ορισμένες λιτανείες. Οι δραστηριότητές του αυτές βοήθησαν τη γόνιμη φαντασία του να εκφραστεί και άφησαν τα ίχνη τους στην τέχνη του.
Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων είναι ένα τρίπτυχο ζωγραφισμένο μεταξύ του 1490 και 1510 και είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα του Μπος. Αυτή η μορφή του τρίπτυχου είναι χαρακτηριστική για έργα ζωγραφικής που έγιναν για να χρησιμοποιηθούν ως altarpieces (έργα που τοποθετούνταν πίσω από την Αγία Τράπεζα), αλλά είναι πολύ πιθανό ότι ο πελάτης που διέταξε αυτό το έργο τέχνης ήταν λαϊκός και όχι κληρικός, αφού οι εικόνες της ζωγραφικής ήταν εμφανώς παράξενες για να εμφανιστούν σε μια εκκλησία.
Ο αριστερός πίνακας του τριπτύχου απεικονίζει μια γαλήνια ατμόσφαιρα της στιγμής που ο Θεός δημιούργησε την Εύα και τον Αδάμ. Ο επίγειος Παράδεισος, η Δημιουργία, με μερικούς υπαινιγμούς για την αγριάδα των ζώων, ενώ στο βάθος δεσπόζουν σουρεαλιστικά όρη.
Ο δεξιός πίνακας παρουσιάζει την πλήρη αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται αριστερά. Απεικονίζει μια φοβερή λάμψη φωτιάς και σκοταδιού, στην οποία οι αμαρτωλοί βασανίζονται και καταβροχθίζονται από φρικτές μεταλλάξεις και σουρεαλιστικά πλάσματα. Μια μουσική Κόλαση, με μαρτύρια και πελώρια μουσικά όργανα. Το φόντο έχει αλλάξει, είναι μολυβένιο ενώ σε μια παγωμένη λίμνη διαγράφονται οι φλόγες μιας πυρκαγιάς.
Ο κεντρικός πίνακας είναι θέμα συζήτησης μεταξύ ιστορικών τέχνης και σύγχρονων καλλιτεχνών, επειδή η εικόνα είναι αρκετά ασαφής. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι προορίζεται να χρησιμεύσει ως ηθική προειδοποίηση για την ανθρωπότητα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι απεικονίζει μια λεπτομερή πανοραμική εικόνα του χαμένου παραδείσου. Το ανοιχτό πράσινο, η φωτεινή ώχρα και το θαλασσί δημιουργούν μια χρωματική προοπτική, μια γιορτή των χρωμάτων.
Ο πίνακας είναι γεμάτος αμέτρητους γυμνούς ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, ξανθούς, λεπτούς, με στενούς ώμους, που περπατάνε στις μύτες των ποδιών τους, σύμφωνα με τη γοτθική παράδοση. Οι περισσότεροι είναι όρθιοι, εκστατικοί και λίγο σαστισμένοι. Μερικοί βρίσκονται μέσα σε κρυστάλλινες σφαίρες ή σε πελώρια φρούτα. Άλλοι κάτω από γυάλινους θόλους ή ανάμεσα σε νεκρά ψάρια, κοχύλια και άλλα σεξουαλικά σύμβολα. Στον πίνακα παρελαύνουν και τα σύμβολα της σεξουαλικής ηδονής, βατόμουρα, σύμβολα της ηδονής δίπλα σε έναν κοκκινολαίμη που συμβολίζει τη φιληδονία.
Πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν τον Κήπο των Επίγειων Απολαύσεων, αλλά μόνο λίγοι γνωρίζουν ότι τα εξωτερικά φύλλα του τρίπτυχου μπορούν να κλείσουν για να αποκαλύψουν μια άλλη ζωγραφική στην εξωτερική πλευρά των πάνελ. Όμως και η πίσω όψη του πίνακα δεν έχει λιγότερο ενδιαφέρον, παρόλο που δε διακρίνεται για τον χρωματικό πλούτο και την πυκνότητα των απεικονίσεων.
Απεικονίζεται η υδρόγειος και απεικονίζεται ο κόσμος κατά τη διάρκεια της δημιουργίας. Ο πλανήτης είναι από υβριδικό πέτρωμα και οργανική ύλη. Είναι διακοσμημένος με γυμνές φιγούρες που σπρώχνουν τόσο μεταξύ τους και με διάφορα πλάσματα, ρεαλιστικά, φανταστικά ή υβριδικά. Η γη βρίσκεται σε ένα από τα στάδια της δημιουργίας της σύμφωνα με τη Βίβλο. Απεικονίζεται ως αιωρούμενη σε μια μοναδική κρυσταλλική σφαίρα, μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος ενώ η εικόνα στην άνω αριστερή γωνία απεικονίζει τον Θεό που δημιούργησε τον κόσμο. Πιθανώς, πρόκειται για την Τρίτη Ημέρα της δημιουργίας, μετά την προσθήκη της ζωής των φυτών, αλλά πριν από την εμφάνιση των ζώων και των ανθρώπων. Τα χρώματα της εξωτερικής ζωγραφικής είναι εξαιρετικά ζοφερά και σε αντίθεση με τα ζωντανά χρώματα του εσωτερικού τρίπτυχου, επειδή η εξωτερική ζωγραφική αντιπροσωπεύει ένα έργο σε εξέλιξη, ένα έργο που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Είναι ένα ακόμα έργο του Μπος, εξαιρετικά αινιγματικό, με πολύπλοκες αλληγορίες που, ακόμα και σήμερα, μοιάζουν ακατανόητες και ιδιόρρυθμες αναπαραστάσεις, ανοιχτές σε ερμηνείες και στη φαντασία μας.