Σέντραλ Παρκ (Νέα Υόρκη)
Το Σέντραλ Παρκ (αγγλικά: Central Park, Κεντρικό Πάρκο) είναι το μεγαλύτερο δημόσιο πάρκο (3,41 km²) στη διοικητική περιφέρεια του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη. Με 25 περίπου εκατομμύρια επισκέπτες το χρόνο, μεταξύ των οποίων και όλες οι στρατιωτικές και διπλωματικές ξένες αποστολές, είναι το πιο πολυσύχναστο πάρκο στις Η.Π.Α ενώ οι αμέτρητες εμφανίσεις του σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές το κατατάσσουν στα πλέον διάσημα πάρκα του κόσμου, καθιστώντας τους Νεοϋορκέζους υπερήφανους γι΄ αυτό.
Τη διαχείριση του πάρκου έχει αναλάβει η ιδιωτική, μη κερδοσκοπική οργάνωση, Central Park Conservancy, με συμβόλαιο από το Τμήμα Πάρκων και Χώρων Αναψυχής του δήμου της Νέας Υόρκης. Το πάρκο περιβάλλουν από βορρά η 110η οδός, από δυτικά η Σέντραλ Παρκ Γουέστ, από νότια η 59η οδός και από ανατολικά η 5η Λεωφόρος. Το πάρκο αναπτύσσεται μεταξύ 110 περίπου οικοδομικών τετραγώνων, επί της οικοδομικής γραμμής των οποίων υψώνονται ουρανοξύστες που παρέχουν ιδιαίτερη θέα. Το πάρκο έχει σχεδιαστεί από τον αρχιτέκτονα κήπων Φρέντερικ Λόου Όλμστεντ και τον αρχιτέκτονα Κάλβερτ Βο, με πολλές υψομετρικές διαφορές παρουσιάζοντας μια εξαιρετική φυσικότητα. Έχει κηρυχθεί εθνικό ιστορικό τοπογραφικό μνημείο από το 1963.
Σημειώνεται ότι μέχρι το 1840 η περιοχή που βρίσκεται σήμερα το πάρκο αυτό ήταν βαλτότοπος με πολλά χοιροστάσια. Η Νέα Υόρκη ήταν πολύ μικρότερη σε έκταση και αριθμούσε περίπου τους 300.000 κατοίκους, πολλοί από τους οποίους ήταν μετανάστες, η δε άκρη της πόλης ήταν στη σημερινή 34η οδό. Το 1850 ο πληθυσμός έφθασε τις 500.000. Για πάρκο την εποχή εκείνη οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν το χώρο του νεκροταφείου Γκρηνγούντ του Μπρούκλιν όπου τα παιδιά έπαιζαν ανάμεσα σε μνημεία ενώ διέκοπταν το παιγνίδι σε κάθε νεκρική πομπή. Ανεξάρτητα όμως αυτού τα μαχαιρώματα που συνέβαιναν εκεί την νύκτα είχαν ξεπεράσει κάθε όριο.
Έτσι στις εκλογές του 1851 ο υποψήφιος δήμαρχος Αμβρόσιος Κίρκλαντ που είχε εξαγγείλει δημιουργία νέου πάρκου κέρδισε τις εκλογές και αμέσως έδωσε εντολή για εύρεση χώρου και ανάπτυξη ενός προτύπου πάρκου. Μετά από πολλές προτάσεις επιλέχθηκε μία χέρσα ζώνη στο μέσον και κατά το διάμηκες της νήσου Μανχάταν όπου και η σημερινή θέση. Η δημιουργία του πάρκου αυτού ξεκίνησε το 1857 υπό την επίβλεψη στρατιωτικού μηχανικού και κόστισε αρχικά, μόνο το χωροταξικό του περίπου τα 5.070.000 δολάρια. Ένα ποσό περίπου 1,5 εκατομμύριο δολάρια εισέπραξε τότε ο δήμος από ειδικό φόρο που επέβαλλε ως υπεραξία των γύρω οικοπέδων.
Αν και στα περισσότερα σημεία το πάρκο φαίνεται φυσικό, πρόκειται για σχεδόν εξ ολοκλήρου διαμορφωμένο χώρο. Περιέχει τεχνητές λίμνες, εκτεταμένα μονοπάτια πεζοπορίας, δυο πίστες για πατινάζ, ένα ζωολογικό κήπο, ένα καταφύγιο άγριας ζωής, ένα ανοιχτό θεατρικό χώρο, μεγάλες περιοχές με γρασίδι για σπορ ή ξεκούραση καθώς και παιδικές χαρές. Ο χώρος του πάρκου αποτελεί μια όαση για τα μεταναστευτικά πουλιά ενώ ο μήκους 10 χιλιομέτρων περιμετρικός δρόμος είναι γεμάτος με τζόγκερς, δικυκλιστές και σκέιτερς ιδίως τα Σαββατοκύριακα και μετά τις 7 το απόγευμα που απαγορεύεται η κυκλοφορία των οχημάτων
Το Σέντραλ Παρκ (αγγλικά: Central Park, Κεντρικό Πάρκο) είναι το μεγαλύτερο δημόσιο πάρκο (3,41 km²) στη διοικητική περιφέρεια του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη. Με 25 περίπου εκατομμύρια επισκέπτες το χρόνο, μεταξύ των οποίων και όλες οι στρατιωτικές και διπλωματικές ξένες αποστολές, είναι το πιο πολυσύχναστο πάρκο στις Η.Π.Α ενώ οι αμέτρητες εμφανίσεις του σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές το κατατάσσουν στα πλέον διάσημα πάρκα του κόσμου, καθιστώντας τους Νεοϋορκέζους υπερήφανους γι΄ αυτό.
Τη διαχείριση του πάρκου έχει αναλάβει η ιδιωτική, μη κερδοσκοπική οργάνωση, Central Park Conservancy, με συμβόλαιο από το Τμήμα Πάρκων και Χώρων Αναψυχής του δήμου της Νέας Υόρκης. Το πάρκο περιβάλλουν από βορρά η 110η οδός, από δυτικά η Σέντραλ Παρκ Γουέστ, από νότια η 59η οδός και από ανατολικά η 5η Λεωφόρος. Το πάρκο αναπτύσσεται μεταξύ 110 περίπου οικοδομικών τετραγώνων, επί της οικοδομικής γραμμής των οποίων υψώνονται ουρανοξύστες που παρέχουν ιδιαίτερη θέα. Το πάρκο έχει σχεδιαστεί από τον αρχιτέκτονα κήπων Φρέντερικ Λόου Όλμστεντ και τον αρχιτέκτονα Κάλβερτ Βο, με πολλές υψομετρικές διαφορές παρουσιάζοντας μια εξαιρετική φυσικότητα. Έχει κηρυχθεί εθνικό ιστορικό τοπογραφικό μνημείο από το 1963.
Σημειώνεται ότι μέχρι το 1840 η περιοχή που βρίσκεται σήμερα το πάρκο αυτό ήταν βαλτότοπος με πολλά χοιροστάσια. Η Νέα Υόρκη ήταν πολύ μικρότερη σε έκταση και αριθμούσε περίπου τους 300.000 κατοίκους, πολλοί από τους οποίους ήταν μετανάστες, η δε άκρη της πόλης ήταν στη σημερινή 34η οδό. Το 1850 ο πληθυσμός έφθασε τις 500.000. Για πάρκο την εποχή εκείνη οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν το χώρο του νεκροταφείου Γκρηνγούντ του Μπρούκλιν όπου τα παιδιά έπαιζαν ανάμεσα σε μνημεία ενώ διέκοπταν το παιγνίδι σε κάθε νεκρική πομπή. Ανεξάρτητα όμως αυτού τα μαχαιρώματα που συνέβαιναν εκεί την νύκτα είχαν ξεπεράσει κάθε όριο.
Έτσι στις εκλογές του 1851 ο υποψήφιος δήμαρχος Αμβρόσιος Κίρκλαντ που είχε εξαγγείλει δημιουργία νέου πάρκου κέρδισε τις εκλογές και αμέσως έδωσε εντολή για εύρεση χώρου και ανάπτυξη ενός προτύπου πάρκου. Μετά από πολλές προτάσεις επιλέχθηκε μία χέρσα ζώνη στο μέσον και κατά το διάμηκες της νήσου Μανχάταν όπου και η σημερινή θέση. Η δημιουργία του πάρκου αυτού ξεκίνησε το 1857 υπό την επίβλεψη στρατιωτικού μηχανικού και κόστισε αρχικά, μόνο το χωροταξικό του περίπου τα 5.070.000 δολάρια. Ένα ποσό περίπου 1,5 εκατομμύριο δολάρια εισέπραξε τότε ο δήμος από ειδικό φόρο που επέβαλλε ως υπεραξία των γύρω οικοπέδων.
Αν και στα περισσότερα σημεία το πάρκο φαίνεται φυσικό, πρόκειται για σχεδόν εξ ολοκλήρου διαμορφωμένο χώρο. Περιέχει τεχνητές λίμνες, εκτεταμένα μονοπάτια πεζοπορίας, δυο πίστες για πατινάζ, ένα ζωολογικό κήπο, ένα καταφύγιο άγριας ζωής, ένα ανοιχτό θεατρικό χώρο, μεγάλες περιοχές με γρασίδι για σπορ ή ξεκούραση καθώς και παιδικές χαρές. Ο χώρος του πάρκου αποτελεί μια όαση για τα μεταναστευτικά πουλιά ενώ ο μήκους 10 χιλιομέτρων περιμετρικός δρόμος είναι γεμάτος με τζόγκερς, δικυκλιστές και σκέιτερς ιδίως τα Σαββατοκύριακα και μετά τις 7 το απόγευμα που απαγορεύεται η κυκλοφορία των οχημάτων