Machu Picchu
Μάτσου Πίτσου
Η αρχαία πόλη Μάτσου Πίτσου που βρίσκεται στο νότιο Περού είναι το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του πολιτισμού των Ίνκα, που χάθηκε με απότομο τρόπο και που η εξέλιξη του ήταν και θα παραμείνει θέμα συζήτησης.
Το Μάτσου Πίτσου στη γλώσσα Κέτσουα σημαίνει «αρχαίο βουνό». Βρίσκεται σε υψόμετρο 2700 μέτρων στη Σιέρρα Βιλκαμπάμπα, στην αριστερή όχθη του παραπόταμου του Βιλκανότα, Ουρουμπάμπα. Απέχει 80 χιλιόμετρα από την πόλη Κούσκο. Η περιοχή έχει πυκνή βλάστηση, με τυπική τροπική χλωρίδα, ενώ η όλη περιοχή μεταξύ της Σιέρρα και του πυκνού δάσους ονομάζεται ceja de selva, δηλαδή «το φρύδι του δάσους». Η πόλη είναι χτισμένη επάνω σε μια πολύ στενή κύρτωση του ορεινού όγκου της Σιέρρα και συνδέει την πόλη με τη κορυφή Χουαϊάνα Πίτσου, που σημαίνει η «νεαρή κορυφή». Παρότι οι ακραίες καιρικές και κλιματολογικές συνθήκες δεν είναι χαρακτηριστικό της περιοχής, σε σύγκριση πάντα με το γενικό σύνολο των κορυφογραμμών των Άνδεων, η ανθρώπινη κατοίκηση για μεγάλο χρονικό διάστημα στην πόλη Μάτσου Πίτσου, δεν είναι εφικτή. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που οι αρχαιολόγοι δεν δέχτηκαν ότι αυτή η πόλη αποτέλεσε το τελευταίο καταφύγιο των Ίνκας στη διάρκεια της Ισπανικής κατάκτησης.
Το χρονικό της ανακάλυψης
Η πόλη ανακαλύφθηκε το 1911, στις 24 Ιουλίου, από τον Αμερικανό ιστορικό και αρχαιολόγο Χίραμ Μπίνγκαμ. Ο Μπίνγκαμ ήταν γιος ενός προτεστάντη ιερέα και είχε σπουδάσει Ιστορία και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Το ενδιαφέρον του στρεφόταν γύρω από την ιστορία των λαών της Λατινικής Αμερικής και για αυτό το 1906–1907 ακολούθησε την ίδια διαδρομή που είχε κάνει και ο Σιμόν Μπολίβαρ από τη ζούγκλα της Βενεζουέλας προς την Κολομβία και το 1908–1909 ταξίδεψε από το Μπουένος Άιρες ως τη Λίμα και το Κούσκο, μέσω της εμπορικής οδού που είχαν χαράξει οι ισπανοί κονκισταδόρες (conquistadores).
Τον Ιούλιο του 1911 ξεκίνησε από το Κούσκο η Περουβιανή αποστολή του Γέιλ (Yale Peruvian expedition), την οποία οργάνωσε και χρηματοδότησε ο Μπίνγκαμ και κάποιοι παλαιοί συμφοιτητές του. Την αποστολή στελέχωναν ένας γιατρός, ένας τοπογράφος, ένας γεωλόγος, ένας μηχανικός, ένας ντόπιος οδηγός, ο ίδιος ο Μπίνγκαμ και ένας παλιός συμφοιτητής του. Ο σκοπός και στόχος της αποστολής ήταν να ανακαλύψει τις χαμένες πόλεις των Ίνκας που ανέφεραν στα κείμενα τους ο Αντόνιο ντε λα Καλάντσα και ο Αντόλφ Μπανταλιέ. Πρώτη στάση της αποστολής ήταν στη κοιλάδα Ουρουμπάμπα για να εξετάσει τα μνημεία των Ίνκας στις πόλεις Ογιοντάι Ταμπό και Μαδορπάμπα. Στη συνέχεια περάσανε στην αριστερή όχθη του ποταμού Ουρουμπάμπα πάνω από μια παλιά ξύλινη ετοιμόρροπη γέφυρα και ξεκινήσανε, μέσα από στενά περάσματα, καλυμμένα με πυκνή βλάστηση, να κατευθύνονται στη κορυφή του βουνού. Τελικά έφτασαν σε μια ογκώδη απόληξη ενός βράχου που χρησίμευε ως στήριγμα ενός μεγάλου τοίχου. Η ομάδα εντόπισε την είσοδο του τοίχου και βρέθηκε μπροστά στη θέα μιας μεγάλης πέτρινης πόλης που ήταν σκεπασμένη εξ ολοκλήρου με τροπική βλάστηση, καθώς στη διάρκεια αιώνων εγκατάλειψης το Μάτσου Πίτσου είχε μετατραπεί σε ζούγκλα. Ως τον Απρίλιο του 1912 ο Μπίνγκαμ εργαζόταν στο Μάτσου Πίτσου καθαρίζοντάς το και μελετώντας το. Ύστερα έγραψε ένα άρθρο και το δημοσίευσε στο National Geographic με τίτλο «Στο θαυμαστό κόσμο του Περού» (In the Wonderland of Peru), περιλαμβάνοντας όλο το χρονικό της ανακάλυψης και πληροφορίες για τα ευρήματά του στο Μάτσου Πίτσου.
Η ιστορία
Η δυσπρόσιτη θέση του Μάτσου Πίτσου έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι ήταν το τελευταίο καταφύγιο των Ίνκας, στον αγώνα τους εναντίον των Ισπανών. Δηλαδή πολλοί πίστεψαν ότι ήταν η θρυλική Βιλκαμπάμπα λα Βιέχα που ίδρυσε ο βασιλέας των Ίνκας Μάνκο Ίνκα. Η πραγματικότητα είναι ότι το Μάτσου Πίτσου χτίστηκε το 1460 και χρησίμευε ως αστρονομικό παρατηρητήριο με αρχείο χρονολόγησης, λατρευτικό κέντρο και ως θερινά ανάκτορα των βασιλέων. Η πόλη φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε όταν ο ηγεμόνας Μάνκο Ίνκα γνωστός και σαν Μάνκο Κάπακ ο Β ξεκίνησε τον αγώνα ανεξαρτησίας των Ίνκας από τους Ισπανούς κατακτητές, γιατί όπως φάνηκε από τα ευρήματα εκείνη την εποχή στη πόλη χτύπησε μια μεταδοτική ασθένεια. Έκτοτε κανένας δεν αναφέρθηκε σε αυτή τη πόλη, που ταυτίζεται με τη γενέτειρα των Ίνκας στη μυθολογία τους (Τάμπου-Τόκο), και κανένας δεν ξαναπάτησε εκεί μέχρι το 1911 που ανακαλύφθηκε. Η πραγματική Βιλκαμπάμπα λα Βιέχα ανακαλύφθηκε από τον Τζίν Σαβόι, το 1965, στη περιοχή Εσπιρίτο Πάμπα.
Σήμερα πολλές εργασίες αναπαλαίωσης και αποκατάστασης έχουν μετατρέψει το χώρο σε ένα πολύ καλά διατηρημένο αρχαιολογικό μνημείο.Το Μάτσου Πίτσου κηρύχθηκε ως περουβιανό ιστορικό άδυτο το 1981 από τη κυβέρνηση του Περού και από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς το 1983. Είναι επίσης ένα από τα Νέα Επτά Θαύματα του Κόσμου από τις 7 Ιουλίου του 2007. Δεδομένου ότι αυτή η πόλη δεν λεηλατήθηκε από τους Ισπανούς όταν κατέκτησαν τους Ίνκας, θεωρείται ως ιδιαίτερα σημαντική πολιτιστική περιοχή για έναν λαό που έπαψε πλέον να υπάρχει.
Η πρόσβαση στην πόλη δεν είναι εύκολη καθώς η πορεία, μέχρι τα 2.350 μ. υψόμετρο, γίνεται μόνο με τρένο ενώ το υπόλοιπο τμήμα ο επισκέπτης το κάνει πεζοπόρος. Η αρχαία είσοδος της πόλης ήταν από τη νότια πλευρά και όχι από τη δυτική που είναι σήμερα για τους επισκέπτες. Στο Μάτσου Πίτσου προσδιορίζονται δυο οικοδομικές φάσεις, η πρώτη του 1460 επί της βασιλείας του Ίνκα Πατσακούτι (1438-1471) και η δεύτερη του 1530, του Μάνκο Ίνκα. Έχουν μετρηθεί στη πόλη 200 κτίσματα που χωρίζονται μεταξύ τους με τοίχους, ανοιχτούς χώρους σαν πλατείες και μονοπάτια. Η πόλη χωρίζεται σε δυο τομείς που τους χωρίζει μια μεγάλη πλατεία. Οι δυο τομείς είναι ο Αστικός τομέας και ο Αγροτικός τομέας. Ο Αστικός τομέας βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πόλης και περιλαμβάνει όλα τα τελετουργικά και διοικητικά κτίρια της πόλης μαζί με τα οικήματα, καθώς και τέσσερις πλατείες.
Τα κυριότερα μνημεία είναι:
Ο Ναός του Ήλιου (Τορεόν), ήταν ένα θρησκευτικό συγκρότημα κτισμάτων με σκοπό τη διενέργεια ιεροτελεστιών και αστρονομικών μετρήσεων.
Η ιερή πλατεία, με τρία μεγάλα κτίρια που τους έχουν δοθεί τα ονόματα Τέμπλο δε λας Τρες Βεντάνας, Κυρίως Ναός και Ναός του Ιερέα. Και τα τρία κτίσματα έχουν κτιστεί με τεράστιους τετράγωνους λίθους λευκού γρανίτη, οι οποίοι είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένοι και δίχως κενά μεταξύ τους.
Η Ιντιουατάνα, που σημαίνει «εκεί που ενώνει ο ήλιος», είναι ένας τεράστιος γρανιτένιος λίθος που χρησιμοποιούνταν για αστρονομικές παρατηρήσεις.
Το συγκρότημα του Κόνδορα ή αλλιώς Συγκρότημα των Φυλακών όπου ανακαλύφθηκαν πολλά κτίσματα με υγρά υπόγεια και κόκαλα ζώων. Πιθανότατα εκεί φυλάσσονταν τα ιερά ζώα προς θυσία. Τα ονόματα του συγκροτήματος επινοήθηκαν από τον λαξευμένο κόνδορα που υπάρχει πάνω σε έναν μονόλιθο και από τα υγρά υπόγεια που προαναφέρθηκαν.
Ο Αγροτικός τομέας χωρίζεται από τον Αστικό με μια μεγάλη πλατεία και μια αποξηραμένη τάφρο ενώ βρίσκεται στο νότιο τμήμα της πόλης. Εκεί βρίσκονται όλοι οι αποθηκευτικοί και λειτουργικοί χώροι της πόλης. Στο ακραίο νότιο τμήμα του τομέα εντοπίζονται πολλές κατοικίες ενώ στο ψηλότερο μέρος του τομέα διακρίνεται η Άνω νεκρόπολη, όπου εντοπίστηκαν πολυάριθμοι τάφοι με 135 λείψανα γυναικόπαιδων, πράγμα το οποίο δημιούργησε ερωτηματικά στους ερευνητές και αρχαιολόγους της πόλης. Γύρω από τα οικήματα βρίσκονται αποθήκες και μεγάλοι περίβολοι οι οποίοι αποτελούν δείγμα τις περουβιανής αγροτικής καθημερινής ζωής.
Μάτσου Πίτσου
Η αρχαία πόλη Μάτσου Πίτσου που βρίσκεται στο νότιο Περού είναι το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του πολιτισμού των Ίνκα, που χάθηκε με απότομο τρόπο και που η εξέλιξη του ήταν και θα παραμείνει θέμα συζήτησης.
Το Μάτσου Πίτσου στη γλώσσα Κέτσουα σημαίνει «αρχαίο βουνό». Βρίσκεται σε υψόμετρο 2700 μέτρων στη Σιέρρα Βιλκαμπάμπα, στην αριστερή όχθη του παραπόταμου του Βιλκανότα, Ουρουμπάμπα. Απέχει 80 χιλιόμετρα από την πόλη Κούσκο. Η περιοχή έχει πυκνή βλάστηση, με τυπική τροπική χλωρίδα, ενώ η όλη περιοχή μεταξύ της Σιέρρα και του πυκνού δάσους ονομάζεται ceja de selva, δηλαδή «το φρύδι του δάσους». Η πόλη είναι χτισμένη επάνω σε μια πολύ στενή κύρτωση του ορεινού όγκου της Σιέρρα και συνδέει την πόλη με τη κορυφή Χουαϊάνα Πίτσου, που σημαίνει η «νεαρή κορυφή». Παρότι οι ακραίες καιρικές και κλιματολογικές συνθήκες δεν είναι χαρακτηριστικό της περιοχής, σε σύγκριση πάντα με το γενικό σύνολο των κορυφογραμμών των Άνδεων, η ανθρώπινη κατοίκηση για μεγάλο χρονικό διάστημα στην πόλη Μάτσου Πίτσου, δεν είναι εφικτή. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που οι αρχαιολόγοι δεν δέχτηκαν ότι αυτή η πόλη αποτέλεσε το τελευταίο καταφύγιο των Ίνκας στη διάρκεια της Ισπανικής κατάκτησης.
Το χρονικό της ανακάλυψης
Η πόλη ανακαλύφθηκε το 1911, στις 24 Ιουλίου, από τον Αμερικανό ιστορικό και αρχαιολόγο Χίραμ Μπίνγκαμ. Ο Μπίνγκαμ ήταν γιος ενός προτεστάντη ιερέα και είχε σπουδάσει Ιστορία και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Το ενδιαφέρον του στρεφόταν γύρω από την ιστορία των λαών της Λατινικής Αμερικής και για αυτό το 1906–1907 ακολούθησε την ίδια διαδρομή που είχε κάνει και ο Σιμόν Μπολίβαρ από τη ζούγκλα της Βενεζουέλας προς την Κολομβία και το 1908–1909 ταξίδεψε από το Μπουένος Άιρες ως τη Λίμα και το Κούσκο, μέσω της εμπορικής οδού που είχαν χαράξει οι ισπανοί κονκισταδόρες (conquistadores).
Τον Ιούλιο του 1911 ξεκίνησε από το Κούσκο η Περουβιανή αποστολή του Γέιλ (Yale Peruvian expedition), την οποία οργάνωσε και χρηματοδότησε ο Μπίνγκαμ και κάποιοι παλαιοί συμφοιτητές του. Την αποστολή στελέχωναν ένας γιατρός, ένας τοπογράφος, ένας γεωλόγος, ένας μηχανικός, ένας ντόπιος οδηγός, ο ίδιος ο Μπίνγκαμ και ένας παλιός συμφοιτητής του. Ο σκοπός και στόχος της αποστολής ήταν να ανακαλύψει τις χαμένες πόλεις των Ίνκας που ανέφεραν στα κείμενα τους ο Αντόνιο ντε λα Καλάντσα και ο Αντόλφ Μπανταλιέ. Πρώτη στάση της αποστολής ήταν στη κοιλάδα Ουρουμπάμπα για να εξετάσει τα μνημεία των Ίνκας στις πόλεις Ογιοντάι Ταμπό και Μαδορπάμπα. Στη συνέχεια περάσανε στην αριστερή όχθη του ποταμού Ουρουμπάμπα πάνω από μια παλιά ξύλινη ετοιμόρροπη γέφυρα και ξεκινήσανε, μέσα από στενά περάσματα, καλυμμένα με πυκνή βλάστηση, να κατευθύνονται στη κορυφή του βουνού. Τελικά έφτασαν σε μια ογκώδη απόληξη ενός βράχου που χρησίμευε ως στήριγμα ενός μεγάλου τοίχου. Η ομάδα εντόπισε την είσοδο του τοίχου και βρέθηκε μπροστά στη θέα μιας μεγάλης πέτρινης πόλης που ήταν σκεπασμένη εξ ολοκλήρου με τροπική βλάστηση, καθώς στη διάρκεια αιώνων εγκατάλειψης το Μάτσου Πίτσου είχε μετατραπεί σε ζούγκλα. Ως τον Απρίλιο του 1912 ο Μπίνγκαμ εργαζόταν στο Μάτσου Πίτσου καθαρίζοντάς το και μελετώντας το. Ύστερα έγραψε ένα άρθρο και το δημοσίευσε στο National Geographic με τίτλο «Στο θαυμαστό κόσμο του Περού» (In the Wonderland of Peru), περιλαμβάνοντας όλο το χρονικό της ανακάλυψης και πληροφορίες για τα ευρήματά του στο Μάτσου Πίτσου.
Η ιστορία
Η δυσπρόσιτη θέση του Μάτσου Πίτσου έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι ήταν το τελευταίο καταφύγιο των Ίνκας, στον αγώνα τους εναντίον των Ισπανών. Δηλαδή πολλοί πίστεψαν ότι ήταν η θρυλική Βιλκαμπάμπα λα Βιέχα που ίδρυσε ο βασιλέας των Ίνκας Μάνκο Ίνκα. Η πραγματικότητα είναι ότι το Μάτσου Πίτσου χτίστηκε το 1460 και χρησίμευε ως αστρονομικό παρατηρητήριο με αρχείο χρονολόγησης, λατρευτικό κέντρο και ως θερινά ανάκτορα των βασιλέων. Η πόλη φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε όταν ο ηγεμόνας Μάνκο Ίνκα γνωστός και σαν Μάνκο Κάπακ ο Β ξεκίνησε τον αγώνα ανεξαρτησίας των Ίνκας από τους Ισπανούς κατακτητές, γιατί όπως φάνηκε από τα ευρήματα εκείνη την εποχή στη πόλη χτύπησε μια μεταδοτική ασθένεια. Έκτοτε κανένας δεν αναφέρθηκε σε αυτή τη πόλη, που ταυτίζεται με τη γενέτειρα των Ίνκας στη μυθολογία τους (Τάμπου-Τόκο), και κανένας δεν ξαναπάτησε εκεί μέχρι το 1911 που ανακαλύφθηκε. Η πραγματική Βιλκαμπάμπα λα Βιέχα ανακαλύφθηκε από τον Τζίν Σαβόι, το 1965, στη περιοχή Εσπιρίτο Πάμπα.
Σήμερα πολλές εργασίες αναπαλαίωσης και αποκατάστασης έχουν μετατρέψει το χώρο σε ένα πολύ καλά διατηρημένο αρχαιολογικό μνημείο.Το Μάτσου Πίτσου κηρύχθηκε ως περουβιανό ιστορικό άδυτο το 1981 από τη κυβέρνηση του Περού και από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς το 1983. Είναι επίσης ένα από τα Νέα Επτά Θαύματα του Κόσμου από τις 7 Ιουλίου του 2007. Δεδομένου ότι αυτή η πόλη δεν λεηλατήθηκε από τους Ισπανούς όταν κατέκτησαν τους Ίνκας, θεωρείται ως ιδιαίτερα σημαντική πολιτιστική περιοχή για έναν λαό που έπαψε πλέον να υπάρχει.
Η πρόσβαση στην πόλη δεν είναι εύκολη καθώς η πορεία, μέχρι τα 2.350 μ. υψόμετρο, γίνεται μόνο με τρένο ενώ το υπόλοιπο τμήμα ο επισκέπτης το κάνει πεζοπόρος. Η αρχαία είσοδος της πόλης ήταν από τη νότια πλευρά και όχι από τη δυτική που είναι σήμερα για τους επισκέπτες. Στο Μάτσου Πίτσου προσδιορίζονται δυο οικοδομικές φάσεις, η πρώτη του 1460 επί της βασιλείας του Ίνκα Πατσακούτι (1438-1471) και η δεύτερη του 1530, του Μάνκο Ίνκα. Έχουν μετρηθεί στη πόλη 200 κτίσματα που χωρίζονται μεταξύ τους με τοίχους, ανοιχτούς χώρους σαν πλατείες και μονοπάτια. Η πόλη χωρίζεται σε δυο τομείς που τους χωρίζει μια μεγάλη πλατεία. Οι δυο τομείς είναι ο Αστικός τομέας και ο Αγροτικός τομέας. Ο Αστικός τομέας βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πόλης και περιλαμβάνει όλα τα τελετουργικά και διοικητικά κτίρια της πόλης μαζί με τα οικήματα, καθώς και τέσσερις πλατείες.
Τα κυριότερα μνημεία είναι:
Ο Ναός του Ήλιου (Τορεόν), ήταν ένα θρησκευτικό συγκρότημα κτισμάτων με σκοπό τη διενέργεια ιεροτελεστιών και αστρονομικών μετρήσεων.
Η ιερή πλατεία, με τρία μεγάλα κτίρια που τους έχουν δοθεί τα ονόματα Τέμπλο δε λας Τρες Βεντάνας, Κυρίως Ναός και Ναός του Ιερέα. Και τα τρία κτίσματα έχουν κτιστεί με τεράστιους τετράγωνους λίθους λευκού γρανίτη, οι οποίοι είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένοι και δίχως κενά μεταξύ τους.
Η Ιντιουατάνα, που σημαίνει «εκεί που ενώνει ο ήλιος», είναι ένας τεράστιος γρανιτένιος λίθος που χρησιμοποιούνταν για αστρονομικές παρατηρήσεις.
Το συγκρότημα του Κόνδορα ή αλλιώς Συγκρότημα των Φυλακών όπου ανακαλύφθηκαν πολλά κτίσματα με υγρά υπόγεια και κόκαλα ζώων. Πιθανότατα εκεί φυλάσσονταν τα ιερά ζώα προς θυσία. Τα ονόματα του συγκροτήματος επινοήθηκαν από τον λαξευμένο κόνδορα που υπάρχει πάνω σε έναν μονόλιθο και από τα υγρά υπόγεια που προαναφέρθηκαν.
Ο Αγροτικός τομέας χωρίζεται από τον Αστικό με μια μεγάλη πλατεία και μια αποξηραμένη τάφρο ενώ βρίσκεται στο νότιο τμήμα της πόλης. Εκεί βρίσκονται όλοι οι αποθηκευτικοί και λειτουργικοί χώροι της πόλης. Στο ακραίο νότιο τμήμα του τομέα εντοπίζονται πολλές κατοικίες ενώ στο ψηλότερο μέρος του τομέα διακρίνεται η Άνω νεκρόπολη, όπου εντοπίστηκαν πολυάριθμοι τάφοι με 135 λείψανα γυναικόπαιδων, πράγμα το οποίο δημιούργησε ερωτηματικά στους ερευνητές και αρχαιολόγους της πόλης. Γύρω από τα οικήματα βρίσκονται αποθήκες και μεγάλοι περίβολοι οι οποίοι αποτελούν δείγμα τις περουβιανής αγροτικής καθημερινής ζωής.