Ο λύκος της Αιθιοπίας
Ethiopian wolf
Ο σπανιότερος λύκος στον κόσμο
Το σπανιότερο είδος λύκου στον κόσμο, ο λύκος της Αιθιοπίας, ενδέχεται να περάσει σύντομα στην ιστορία, προειδοποιούν επιστήμονες.
Ο αιθιοπικός λύκος (Canis simensis), επίσης γνωστός και ως αβησσυνιακός λύκος, είναι που προέρχεται από τα Αιθιοπικά υψίπεδα. Είναι παρόμοιος με το κογιότ σε μέγεθος και σωματική κατασκευή, και διακρίνεται από το μακρύ και στενό κρανίο του και την κόκκινη και λευκή του γούνα. Σε αντίθεση με τους περισσότερους μεγάλους κυνίδες, οι οποίοι είναι πολυπληθείς και δεν περιορίζονται στο τι θα φάνε, ο αιθιοπικός λύκος περιορίζεται εξαιρετικά στο να τρώει αφροαλπικά τρωκτικά με πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις ενδιαιτημάτων. Είναι ένας από τους σπανιότερους κυνίδες του κόσμου και από τα πιο απειλούμενα με εξαφάνιση σαρκοφάγα της Αφρικής.
Οι έξι εναπομείναντες πληθυσμοί του υπολογίζεται ότι αριθμούν λιγότερα από 500 μέλη, τα οποία απειλούνται κυρίως λόγω της εξαιρετικά περιορισμένης μεταφοράς γονιδίων ανάμεσά τους.
Γερμανοί και Βρετανοί ερευνητές που πραγματοποίησαν τη μελέτη αποδίδουν τη μικρή γενετική ποικιλομορφία μεταξύ των πληθυσμών στο γεγονός ότι οι λύκοι της Αιθιοπίας προτιμούν πολύ συγκεκριμένους βιοτόπους και δεν διανύουν μεγάλες αποστάσεις. Αυτό σημαίνει ότι δύσκολα συναντούν τις υπόλοιπες ομάδες, κάτι που θα ενίσχυε την πιθανότητα ανάμειξης των γονιδίων.
Ο λύκος της Αιθιοπίας, ο οποίος διαχωρίστηκε από τους προγόνους του πριν από 100.000 χρόνια, ζει σε υψόμετρο 3 χιλιομέτρων και τρέφεται με τρωκτικά. Η Ντάντα Γκοτέλι από τη Ζωολογική Εταιρεία του Λονδίνου και οι συνάδελφοί της παρακολουθούσαν επί 12 χρόνια 72 άγριους λύκους προκειμένου να μελετήσουν τη γενετική ποικιλομορφία, τη μεταφορά γονιδίων και τις δομές των πληθυσμών τους. Όταν άρχισαν τη μελέτη τους υπήρχαν επτά πληθυσμοί, όμως ο ένας από αυτούς έχει πλέον εκλείψει.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η γενετική ποικιλομορφία είναι σχετικά μεγάλη για ένα είδος που αριθμεί τόσο λίγα μέλη. Πλέον όμως, το γεγονός ότι οι εναπομείναντες πληθυσμοί - και οι υποπληθυσμοί τους- δεν έχουν ουσιαστική επαφή μεταξύ τους, λειτουργεί εναντίον τους, αφού δεν επιτυγχάνεται αξιοσημείωτη μεταφορά γονιδίων.
Οι λύκοι της Αιθιοπίας είναι επίσης ιδιαίτερα ευάλωτοι στη λύσσα, μια θανατηφόρο ασθένεια που, τη δεκαετία του 1990 και μέσα σε λίγους μήνες, συρρίκνωσε κάποιους πληθυσμούς κατά 75%. Όπως συμβαίνει με πολλά άλλα ζώα, το είδος απειλείται και από τον περιορισμό των οικοτόπων του. Οι ερευνητές ανησυχούν ότι ελλείψει γενετικής ποικιλομορφίας, ο λύκος αυτός δεν θα καταφέρει να αντεπεξέλθει σε μια επιδημία ή να προσαρμοστεί σε νέους οικοτόπους.
Στο πλαίσιο των προσπαθειών τους να αναστρέψουν την κατάσταση, προσπαθούν να ενώσουν τους απομονωμένους πληθυσμούς δημιουργώντας διαδρόμους ανάμεσα στις περιοχές, όπου ζουν. «Στο άμεσο μέλλον, ίσως χρειαστεί να αυξήσουμε με τεχνητά μέσα τους πληθυσμούς και να αποκαταστήσουμε τη μεταφορά γονιδίων μεταξύ αυτών των πληθυσμών», γράφουν στην επιθεώρηση Animal Conservation.
Οι επιστήμονες είναι αισιόδοξοι ότι θα τα καταφέρουν. Μελέτες σε άλλα είδη λύκου έχουν δείξει ότι η μεταφορά ακόμη και ενός ή δύο αρσενικών από έναν πληθυσμό σε άλλο, θα μπορούσε να πυροδοτήσει «κύμα» αναπαραγωγής, αυξάνοντας δραστικά τη γενετική ποικιλομορφία.